Ανεξάρτητα από το προπέτασμα καπνού που δημιουργούν στην αντιπαράθεσή τους με τους «γνωστούς-αγνώστους» οι δυνάμεις τάξης και ασφάλειας, είναι πλέον καθαρό και πασιφανές ότι η εκπαιδευτική πολιτική, είτε με την αναθεώρηση του άρθρου 16 είτε με το νέο θεσμικό πλαίσιο των ΑΕΙ είτε με την υποχρηματοδότηση των δημόσιων πανεπιστημίων, προσανατολίζεται στη μεταμόρφωση του χαρακτήρα του ανώτατου επιπέδου του εκπαιδευτικού συστήματος από τη δημόσια Παιδεία στην Παιδεία της αγοράς.

Έτσι το πανεπιστήμιο της εθνικής ταυτότητας (19ος αιώνας) μετεξελίσσεται στο πανεπιστήμιο της κοινωνικής κινητικότητας (20ός αιώνας) και αποπειράται να μεταμορφωθεί στο πανεπιστήμιο της αγοράς (21ος αιώνας). Η μεταμόρφωση αυτή του πανεπιστημίου διαπερνάται από τον στρατηγικό προσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας και της ένταξής της στον ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας, με όρους «διεθνούς, τουριστικού, τραπεζικού και διαμετακομιστικού εμπορικού κέντρου». Πράγματι, ο χαρακτήρας αυτός της ένταξης της ελληνικής οικονομίας στον διεθνή και ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας αποδυναμώνει τους όρους και τις προϋποθέσεις αύξησης της παραγόμενης και όχι της πραγματοποιούμενης προστιθέμενης αξίας, με αποτέλεσμα την αδυναμία, μεταξύ των άλλων, χρηματοδοτικής υποστήριξης του κράτους πρόνοιας (εκπαίδευση, κοινωνική ασφάλιση, υγεία, πρόνοια), το οποίο με διάφορους τρόπους εκχωρείται στον ιδιωτικό τομέα και χρηματοδοτείται από τις δαπάνες όχι του κρατικού αλλά του οικογενειακού προϋπολογισμού των νοικοκυριών.

Έτσι, η στρατηγική αυτή πορεία της ελληνικής οικονομίας, εγκαθιδρύοντας τις προϋποθέσεις ενός «διεθνούς και ευρωπαϊκού κέντρου, τουριστικών και εμπορικών υπηρεσιών», ενδυναμώνει προοπτικές ερευνητικής, παραγωγικής και τεχνολογικής υποβάθμισης, καινοτομικής αδράνειας, μεσαίου επιπέδου γνώσης και εκπαίδευσης του ανθρώπινου δυναμικού, αναδεικνύοντάς τα παράλληλα ως τα σοβαρότερα προβλήματα του οικονομικού και κοινωνικού σχηματισμού στη χώρα μας.

Όμως αντί οι φορείς άσκησης της οικονομικής, κοινωνικής και εκπαιδευτικής πολιτικής να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν την ανασύσταση του παραγωγικού και οικονομικού συστήματος με νέα γνώση, νέα τεχνολογία, έρευνα, καινοτομία και εξειδίκευση του ανθρώπινου δυναμικού, με μοχλό στήριξης της νέας και σύγχρονης αναπτυξιακής στρατηγικής το αναβαθμισμένο δημόσιο πανεπιστήμιο, υποστηρίζουν την υποβάθμισή του διαμέσου της άμεσης σύνδεσης της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας.

Πράγματι, με βάση τα δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί στην ελληνική οικονομία αποδεικνύεται ότι το πρόβλημα της σχέσης προσφοράς και ζήτησης εργασίας εστιάζεται κυρίως στην πλευρά της ζήτησης εργασίας (επιχειρήσεις) οι οποίες για την κάλυψη των νέων θέσεων εργασίας ζητούν, κυρίως, μεσαίου εκπαιδευτικού και τεχνικού επιπέδου γνώσεις και δεξιότητες.

Από την άποψη αυτή είναι χαρακτηριστική η διάρθρωση της απασχόλησης στην Ελλάδα, με κριτήριο το επίπεδο Εκπαίδευσης. Έτσι, το 2006 το 0,4% των απασχολουμένων στην Ελλάδα δεν έχει πάει καθόλου σχολείο, το 21,8% των απασχολουμένων έχει απολυτήριο Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, το 43,4% έχει αποφοιτήσει από τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και το 34,4% έχει πτυχίο Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.

Κατά συνέπεια, περίπου επτά στις δέκα θέσεις εργασίας στην Ελλάδα τις κατέχουν απόφοιτοι Δημοτικού και Λυκείου. Η διαπίστωση αυτή σημαίνει ότι το αναπτυξιακό πρότυπο στη χώρα μας και η επενδυτική δραστηριότητα (δημόσια και ιδιωτική) δημιουργεί μια ζήτηση εργασίας από τις επιχειρήσεις ημιειδικευμένου προσωπικού, την οποία η εκπαιδευτική πολιτική σχεδιάζει να ικανοποιήσει στο μέλλον με τη μείωση των δημόσιων δαπανών Εκπαίδευσης, με την ιδιωτική Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και με την υποβάθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου. Η πρόβλεψη αυτή για τη χώρα μας αποτελεί διαπίστωση για την Αγγλία, όπου οι πρυτανικές αρχές των πανεπιστημίων ανακοίνωσαν πρόσφατα ότι η βελτίωση του επιπέδου των μεταπτυχιακών σπουδών προϋποθέτει τη σοβαρή αύξηση των διδάκτρων που καταβάλλουν οι φοιτητές.

Με άλλα λόγια, η ακολουθούμενη αναπτυξιακή στρατηγική της ελληνικής οικονομίας «μεταφέρει», σύμφωνα με το πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης 2006-2009, το «κόστος» της δημοσιονομικής εξυγίανσης και τη μείωση του ελλείμματος από 2,4% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος το 2007, στο 1,8% το 2008 και στο 1,2% το 2009, με τη μείωση των δημοσίων δαπανών, με τη στασιμότητα του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων στο επίπεδο του 9,5% του ΑΕΠ, με τη μείωση των δαπανών για αμοιβές εργασίας στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα από 12,1% του ΑΕΠ το 2005 σε 11,7% το 2009 και φυσικά με τη σημαντική αύξηση των ιδιωτικών δαπανών των νοικοκυριών για εκπαίδευση, υγεία, ασφάλιση και πρόνοια.

Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, επιστ. δ/ντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ

αυτή του πανεπιστημίου διαπερνάται από τον στρατηγικό προσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας και της ένταξής της στον ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας