Το ροκ γεμίζει τις μπαταρίες του


Στέκομαι μπροστά στις μουστάρδες όταν κάτι ομολογουμένως πικάντικο «χτυπάει» τα αυτιά μου. Είναι οι Red Ηot Chili Ρeppers, απροσδόκητοι… εκδρομείς των ραφιών του σούπερ μάρκετ- κοίτα να δεις εξελίξεις, σκέφτομαι μπροστά στις Dijon. Σ τρίβοντας στη γωνία με τις σάλτσες δεν αποκλείεται να πέσω πάνω στους Flying Βurrito Βrothers και, εκεί που έχω ραντεβού με την άλλη δύναμη τροφοδοσίας, στα μπισκότα, να παίζει «Ηalf man, half biscuit» ένα συγκρότημα, που πάντα έκανε εντύπωση στον Αντρέα. Ο ύμνος των Clash («Lost Ιn the Supermarket») κάνει καριέρα τελευταία περισσότερο ως «Lost», ενώ, μπροστά στις καινούργιες- βανίλια, σοκολάτα- τραγανές γλύκες ένας άνθρωπος ντυμένος μισό μπισκότο προμοτάρει το νέο προϊόν. Θέλω να πω: πρόσεξε τι εύχεσαι, ειδικά μέσα σε σούπερ μάρκετ.

Ως προϊόν πάντως το ροκ δεν πρέπει πάντα να το προσπερνάς- τυποποιημένο ή όχι, κρύβει εκπλήξεις. Τον John Μayer για την ακρίβεια τον είχα στο μυαλό μου σαν τις έτοιμες πίτσες που από την ψύξη τις βάζεις κατευθείαν στο φούρνο και έχουν μια νοστιμιά με το λειωμένο τυρί και όλα τα υπόλοιπα συστατικά, αλλά δεν έχουν σχέση με εκείνες για παράδειγμα που φτιάχνει ο Δημήτρης στο σπίτι και είναι τέλειες. Ο Μayer μού έδειχνε καλός μετά την κατάψυξη.

Αλλά κάποιοι, φαίνεται, είχαν δει καλύτερα από εμένα. Το προϊόν Μayer είναι άλλου τύπου (πήρε και Γκράμι πριν από δυο χρόνια)

και η επιστροφή του στα ράφια διαλύει τη θεωρία τού σούπερ μάρκετ στα εξ ων συνετέθη τυριά, ψωμιά, προσφορές και στρατηγικές μάρκετινγκ. Συνθέτης και, για πρώτη φορά, παραγωγός δίνει συνεχές ρεύμα στο «Continuum» και του αρκούν τα απολύτως απαραίτητα για να γράψει το τραγούδι: η κιθάρα δηλαδή και οι φωνές που ακούει από μέσα του – έτσι πετυχαίνει ένα «Waiting F or Τhe W orld to Change» και ένα «Ι Don΄t Τrust Μyself» (with loving you)- πετάει στα σύννεφα και πατάει την ίδια στιγμή και πολύ γερά στη γη. Στο μεταξύ, ο Κλάπτον κυκλοφορεί σαν σκιά αλλά ο 30χρονος Μayer ρίχνει τους προβολείς πάνω του και ομολογεί άφοβα πως « ο Έρικ Κλάπτον ξέρει πως τον κλέβω και είναι πολύ κουλ με αυτό». Φίλοι είναι. Και μεταξύ μπλουζ, ροκ, φολκ, καλωδίων, ηχείων , κονσόλας, σκηνής , χαρτιών , μολυβιών , ακουστικών και κουτιών από μπίρα, το ροκ στ΄ αλήθεια επαναφορτίζεται.

Στέκομαι στην ουρά με το καρότσι, και ακούω Μαντόνα και «Μusic». Πουλάει κορν-φλέικς, ψιθυρίζεται στους διαδρόμους. Λογικό.

Με πολλά πρόσωπα


Ο John Μayer δεν είναι ροκ (μόνο). Είναι και: ● Ραπ: συνεργασίες με Κ άινε Γ ουέστ , Τ.Ι.,

● Τζαζ: με Τζον Σκόφιλντ, Χέρμπι Χάνκοκ ● Κάντρι: περιοδεία με Σέριλ Κρόου, διασκευή τραγουδιού του από Μπραντ Πέισλι ● Μπλουζ: με Μπάντι Γ κάι, Μπι Μπι Κινγκ, Έρικ Κλάπτον ● Είδωλό του: Ο Στίβι Ρέι Βον (έχει τατού SRV)

● Σχήμα: το «John Μayer Τrio», με Πίνο Παλαντίνο στο μπάσο και Στιβ Τζόρνταν στα ντραμς ● Άλμπουμ του: «Room for Squares», «Ηeavier Τhings» ● Βραβεία: Υποφήφιος για 5 Γκράμις (έχει ήδη ένα για το «Daughter» το 2005)

Πες έναν αριθμό…


Τα καλοριφέρ σκέτες παγοκολόνες, ένα έλατο ξάπλα δίπλα στον κάδο ανακύκλωσης, η τηλεόραση παγερά αδιάφορη όπως πάντα και στο player το «Ιnsomnia Song». Στην καλή πλευρά της αϋπνίας, ο Ντέιβιντ Κρίστιαν Πάγιο ή Ρajo σκέτο, πολυτεχνίτης από το Λούισβιλ με σούρτα-φέρτα στους Ρalace Βrothers, Stereolab, Royal Τrux, Μatmos, Τ ortoise, γνωστός ως Μ επίσης, κολλητός με Μπιλ Κόργκαν και με άλλες πολλές συναναστροφές, έρχεται με το «1968» (Dragcity) και με την υπογραφή του να δηλώσει ευθαρσώς πως τα ΄60s ταιριάζουν με γλυκές κιθάρες, πως ο Ντόνοβαν δικαιώνεται, πως ο καλός δεν τρώει την τελευταία σφαίρα- και αν τίποτε δεν βγει από αυτά, μένουν δέκα ωραία κομμάτια για αισιόδοξους ακροατές.

…και κέρδισες

Βροντερή μουρμούρα από τα έγκατα της γης, τριπάτο heavy rock που διαστέλλεται και αφορά, πιστεύω, όλους. Επίσης, στα ισπανικά. Γ ιατί οι Los Νatas με το «Εl Ηombre Μontana» ( «Ηitch Ηyke») καλούν από Αργεντινή και δεν υπηρετούν το τάνγκο. Αν και, πιστέψτε με, αυτό το λάτιν πνεύμα «γράφει» πολύ πάνω στο ψυχεδελικό τους πέτρινο βουνό. Ένα κομψό θηρίο. Αλλά, καλά νέα και για τους χαμένους. Στο «Gang Οf Losers» (V2)

των Dears, που κομμάτι το κομμάτι σε τραβάνε όλο και πιο κοντά τους- ένας τεράστιος μαγνήτης τού «καλού τραγουδιού» που, αν σ΄ αρέσουν οι κιθάρες και οι συνθέσεις δεν πρόκειται να προσπεράσεις. Το αφιερώνω σε όλα τα brit-pop φαν, που κάποια στιγμή θα ανοίξουν τα αυτιά τους. Οι Dears, πάντως , είναι έξι τύποι από τον Καναδά.