Εκείνη η επιχείρηση των Δυτικών μυστικών πρακτόρων σε ένα μικρό μεσογειακό αεροδρόμιο είχε μια ασυνήθιστη ονομασία: «Δόκτωρ Ζιβάγκο». Και έναν ακόμη πιο ασυνήθιστο στόχο: να χαρίσει το βραβείο Νόμπελ στον συγγραφέα Μπόρις Παστερνάκ.


Ένα αεροπλάνο που μεταφέρει ένα χειρόγραφο προσγειώνεται τράνζιτ στη Μάλτα. Με κάποιο πρόσχημα ακινητοποιείται δύο ώρες στην πίστα. Πράκτορες της CΙΑ και των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών βρίσκουν την ευκαιρία να ανοίξουν μια βαλίτσα, να αφαιρέσουν από μέσα το χειρόγραφο, να το φωτοτυπήσουν

ΜΠΟΡΙΣ ΠΑΣΤΕΡΝΑΚ

Η CΙΑ βοήθησε στη βράβευσή του επειδή το βιβλίο είχε απαγορευθεί από το Κρεμλίνο

και να το ξαναβάλουν στη θέση του. Χάρη σε αυτήν τη μυστική επιχείρηση δόθηκε εκείνη τη χρονιά το Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Μπόρις Παστερνάκ, υποστηρίζει ο Ρώσος ερευνητής Ιβάν Τολστόι στο βιβλίο του «Το ανακυκλωμένο μυθιστόρημα».

Πάνε σχεδόν 50 χρόνια από τότε που ο Μπόρις Παστερνάκ βραβεύθηκε με το Νόμπελ για το συγγραφικό του έργο, του οποίου την κορύφωση αποτέλεσε το «Δόκτωρ Ζιβάγκο». Τώρα μόλις γίνεται γνωστό ότι, σε εκείνη τη βράβευση, είχαν βάλει το δαχτυλάκι τους η Ιντέλιτζενς Σέρβις και η CΙΑ για να στριμώξουν το Κρεμλίνο, που είχε απαγορεύσει το βιβλίο.

Ο Ιβάν Τολστόι αποκαλύπτει ότι Αμερικανοί και Βρετανοί πράκτορες έστησαν μια ολόκληρη μυστική επιχείρηση προκειμένου να δημοσιευθεί μια ρωσική έκδοση του «Δόκτωρ Ζιβάγκο», αφού απαραίτητη προϋπόθεση των βραβείων Νόμπελ για να εξεταστεί μια υποψηφιότητα ήταν το βιβλίο να είναι γραμμένο στην πρωτότυπη γλώσσα. «Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι η CΙΑ έπαιξε ρόλο-κλειδί ώστε να πάρει ο Παστερνάκ το Νόμπελ», λέει στους «Κυριακάτικους Τάιμς του Λονδίνου» ο Ιβάν Τολστόι, ερευνητής με καλή φήμη στη Μόσχα.

Το «Δόκτωρ Ζιβάγκο»- που έγινε από τον Ντέιβιντ Λιν κινηματογραφική ταινία, η οποία απέσπασε πέντε Όσκαρ- εκδόθηκε για πρώτη φορά στο εξωτερικό στο Μιλάνο, από τον Φελτρινέλι, το 1957. Ο συγγραφέας διηγείται την τραγική ιστορία ενός γιατρού ποιητή, του Γιούρι Ζιβάγκο, και τον έρωτά του για τη Λάρα στα χρόνια της επανάστασης των Μπολσεβίκων. Η έκδοση του βιβλίου απαγορεύθηκε στη Ρωσία- μια απαγόρευση που ήρθη μόλις το 1987.

Ο Παστερνάκ είχε στείλει πολλά αντίγραφα του χειρογράφου του σε φίλους του στη Δύση. Από εκείνο το χειρόγραφο του οποίου Δυτικοί πράκτορες πήραν αντίγραφο από το αεροπλάνο στη Μάλτα, η CΙΑ εξέδωσε το βιβλίο στα ρωσικά, ταυτόχρονα στην Αμερική και την Ευρώπη. «Απέφυγαν να χρησιμοποιήσουν χαρτί από εκείνο που χρησιμοποιούσαν συνήθως οι δυτικοί εκδοτικοί οίκοι», εξηγεί ο Τολστόι. «Και διάλεξαν ειδικές γραμματοσειρές, από εκείνες που χρησιμοποιούνταν συνήθως στη Ρωσία. Επίσης, τύπωσαν κάθε κεφάλαιο του βιβλίου σε διαφορετικό τόπο, μην τύχει και πέσει ολόκληρο σε ακατάλληλα χέρια».

Η υποψηφιότητα

Τα μέλη στης Σουηδικής Ακαδημίας έμειναν έκπληκτα όταν τους παρουσίασαν αντίτυπα στη ρωσική γλώσσα μόλις πριν εκπνεύσει η προθεσμία, για να εξετάσουν την υποψηφιότητα του Παστερνάκ για το Νόμπελ Λογοτεχνίας του 1958. Μόλις έμαθε πως είχε κερδίσει το βραβείο, ο Παστερνάκ έστειλε ένα τηλεγράφημα στην Ακαδημία: «Απείρως ευγνώμων, συγκινημένος, περήφανος, έκπληκτος, συγκλονισμένος». Τέσσερις ημέρες αργότερα, κάτω από την πίεση του Κρεμλίνου, έστειλε ένα άλλο: «Πρέπει να απαρνηθώ αυτό το βραβείο που μου απονεμήθηκε και που δεν μου αξίζει. Παρακαλώ μη δεχθείτε αυτή την εκούσια απόρριψή μου με δυσαρέσκεια».

«Του έφερε μονάχα βάσανα»


Η ΚGΒ παρενοχλούσε τον Παστερνάκ και τον απειλούσε με εξορία. Μετά τον θάνατό του, το 1960, το Κρεμλίνο διέταξε τη σύλληψη της συντρόφου του Όλγας Ιβίνσκαγια, η οποία είχε αποτελέσει το πρότυπό του για τη Λάρα. Αυτή και η κόρη της κατηγορήθηκαν ότι εισέπρατταν παράνομα δικαιώματα από τις πωλήσεις του βιβλίου στο εξωτερικό. Η Ιβίνσκαγια καταδικάστηκε σε οκτώ και η κόρη της σε τρία χρόνια καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία. Ύστερα από διεθνή κατακραυγή, η Ιβίνσκαγια αφέθηκε ελεύθερη τέσσερα χρόνια νωρίτερα. «Ο πατέρας μου δεν είχε ιδέα για το ενδιαφέρον της CΙΑ για τη ρωσική έκδοση», δήλωσε ο Γεβγκένι Παστερνάκ, που παρέλαβε το Νόμπελ το 1989 για λογαριασμό του πατέρα του. «Ποτέ δεν περίμενε να πάρει το Νόμπελ. Δυστυχώς, του έφερε μονάχα θλίψη και βάσανα».