ΤΟ 1972 ΕΙΧΑ ΜΙΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ
ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΜΙΑΣ ΑΥΣΤΗΡΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΜΟΥΠΟΥ
ΤΕΛΕΙΩΣΕ ΚΑΤ΄ ΕΥΧΗΝ (ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ
ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ). Η ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ ΜΟΥ ΟΜΩΣ
ΗΤΑΝ ΜΕΓΑΛΗ ΟΤΑΝ ΠΡΟΘΥΜΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ
ΝΑ ΠΑΡΑΣΤΟΥΝ ΩΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΕΩΣ
ΜΟΥ, ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΤΕΡΖΑΚΗ,
ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟ, ΤΟΝ
ΜΠΑΜΠΗ ΚΛΑΡΑ, ΤΟΝ ΑΛΕΞΗ ΔΑΜΙΑΝΟ,
ΤΟΝ ΣΤΕΦΑΝΟ ΛΗΝΑΙΟ, ΤΟΝ ΘΟΔΩΡΟ ΧΑΤΖΗΠΑΝΤΑΖΗ
Κ.Α., Ο ΜΙΜΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΚΑΙ Ο ΝΙΚΟΣ ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ
Είχα μόνο τρεις μήνες αναλάβει τη στήλη της θεατρικής κριτικής, λίγα τα δείγματα γραφής μου και ωστόσο οι δύο δημοφιλείς κωμικοί με αιφνιδίασαν εξηγώντας τον λόγο της συμπαράστασής τους στην υπόθεσή μου: είχα ασχοληθεί με την επιθεώρηση, είχα δημόσια γράψει την απέραντη εκτίμησή μου σ΄ αυτό το ιθαγενές είδος (θέλετε υβρίδιο;) θεάτρου και είχα αντιμετωπίσει σοβαρά τους μεγάλους μαστόρους της επί ίσοις όροις με το άλλο «σοβαρό» θέατρο. Πράγματι όταν κατέβηκα στον αγκαθωτό δρόμο της κριτικής οι περισσότεροι παλαιότεροι συνάδελφοι (κολοσσοί του είδους: Τερζάκης, Πλωρίτης, Κλάρας, Δόξας, Αγγελομάτης, Δρομάζος, Καλκάνη, Σταματίου, Σκαλιώρας, Παράσχος, Παπανούτσος, Χουρμούζιος) δεν έγραφαν κριτική για τις επιθεωρήσεις ή, παρεμπιπτόντως, την ανέφεραν απαξιωτικά, αν και θαύμαζαν τους λαϊκούς μίμους, όταν τους έβλεπαν σε «σοβαρότερα» θεάματα (ο Φωτόπουλος π.χ., ο Στολίγκας έπαιξαν μαστόρους στο «Όνειρο καλοκαιριάτικης νύχτας» στον θίασο Χατζίσκου στον «Εθνικό Κήπο»!). Ακόμη κι όταν ασχολούνταν με την ελληνική φαρσοκωμωδία, την οποία επίσης υποβάθμιζαν ως είδος, εκτιμούσαν όμως στις υποκριτικές ευελιξίες της Βασιλειάδου, του Αυλωνίτη, του Μακρή, του Χατζηχρήστου.

Τον Αύγουστο του 1972 δημοσίευσαν ένα μεγάλο δοκίμιο για την επιθεώρηση, το πρώτο, θαρρώ, θεωρητικό του είδους, μια, θα ΄λεγα, απάντηση στην τελείως απαξιωτική, για το φαινόμενο αυτό του θεατρικού μας βίου, του Φώτου Πολίτη πριν πενήντα χρόνια από τότε. Και είμαι ευτυχής που άνοιξα ένα κεφάλαιο στη θεατρολογική μας έρευνα, βάζοντας μερικά θεμελιώδη θέματα προς συζήτηση. Ακολούθησαν το 1977 οι θεμελιώδεις εργασίες του Θόδωρου Χατζηπανταζή και της Λ. Μαράκα και πρόσφατα πάλι του σημαντικού αυτού ερευνητή και της ακαταπόνητης ερευνήτριας με ογκώδεις και πλούσιες σε στοιχεία και επιχειρήματα εργασίες τους.

Σήμερα που το είδος αυτό (θέλετε υβρίδιο;) του θεάτρου μας περνάει κρίση, κρίση κυρίως θεμάτων αλλά και σπάνι μαστόρων, συγγραφέων αλλά και κοινού, έρχεται ο Σταμάτης Φασουλής να επανατοποθετήσει το πρόβλημα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, το επιχείρημα της πράξης! Γιατί καλά είναι τα θεωρητικά ζητήματα, καλές οι ιστορικές θεμελιώσεις, καλά και τα μνημόσυνα της παλιάς εποχής αλλά αν θέλουμε να στηρίξουμε μια υπόθεση, η δοκιμασία της σκηνής, η αντοχή των υλικών, η επάρκεια της μεθόδου και η στερεότητα της δομής θα επικυρώσει αποτελεσματικά τα πράγματα.

Παραπέμπω τον νεώτερο αναγνώστη σε αποσπάσματα από εκείνες τις θέσεις μου πριν 35 χρόνια για να στηρίξω ύστερα γιατί ο Φασουλής όντως ανανεώνει το είδος, ύστερα από την απόπειρα του Λαζόπουλου που δεν είχε συνέχεια.

«Οι Έλληνες ηθοποιοί του καιρού, εξόν από λίγες εξαιρέσεις, είναι αυτοδίδακτοι. Δένονται με το μυστικό υπόγειο ρεύμα που οδηγεί στο λαϊκό θέατρο της αναγέννησης, της Κομέντια ντελ΄ άρτε και τους μεσαιωνικούς μίμους. Η τέχνη τους είναι η παράδοση και η τεχνική τους δεν παραπέμπει σε καμιά σχολή, δεν οφείλεται σε κανένα καλούπι, δεν είναι ετοιματζίδικη. Δημιουργείται και αναπτύσσεται πάνω στο σανίδι με μόχθο, με αίμα και “μαξιλάρωμα”. Παίζουν όλα τα είδη, ώσπου να κατασταλάξουν, να βρουν και σταθμεύσουν σ΄ έναν τύπο για να συνεχίζουν πια να τον πλουτίζουν, να τον διευρύνουν, να τον εκλεπτύνουν, να τον αποσαφηνίζουν. Είναι μαστόροι, δεξιοτέχνες και δημιουργοί, το όργανο και ο βιρτουόζος μαζί».

«Ο Μπρεχτ ομολογούσε πως όφειλε το παν στον Κ. Βάλεντιν, τον μεγάλο εκείνον ηθοποιό, ποιητή, μίμο, ακροβάτη και τραγουδιστή των βερολινέζικων καμπαρέ. Δίπλα του ο Μπρεχτ έμαθε την τέχνη του λαϊκού δημιουργού και φαίνεται πως η πρακτική του Βάλεντιν τον οδήγησε στη θεωρία για την αποστασιοποίηση και το “παραξένισμα”. Ανεξάρτητα από την ιδεολογική τοποθέτηση του Γερμανού ποιητή οι σκηνικές του λύσεις και η υποκριτική προβληματική του παραπέμπουν

Σήμερα που η επιθεώρηση περνάει κρίση, έρχεται ο Σταμάτης Φασουλής να επανατοποθετήσει το πρόβλημα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, το επιχείρημα της πράξης!

σε δύο πηγές: Στον λαϊκό μίμο και στο ανατολίτικο θέατρο. Από τον πρώτο πήρε την τυπολογία του θεάτρου του, από τον δεύτερο τις στυλιζαρισμένες φόρμες. Κράτησε και από τα δύο την εξόγκωση, τη σημαδιακή χειρονομία, τη χαρακτηριστική “μούτα”, την “ταξική” χειρονομία. Σ΄ αυτά τα πάγια σύμβολα έδωσε ιδεολογικά κριτήρια και τα άφησε να “δράσουν” διαλεκτικά… Οι Έλληνες ηθοποιοί κάνουν αποστασιοποίηση και παραξένισμα πολύ πριν από τον Μπρεχτ κα μετά απ΄ αυτόν, χωρίς να το γνωρίζουν. Άλλο το επικό θέατρο κι άλλο η μέθοδός του. Τη μέθοδο από παράδοση και ένστικτο τη χρησιμοποιούν οι ηθοποιοί μας και νομίζω πως φτάνουν ή μάλλον έφτασαν στα ίδια αποτελέσματα με τον Μπρεχτ… Ο Φωτόπουλος, όταν έπαιξε τον “Σβέικ” σε ελληνική διασκευή, είμαι βέβαιος πως αγνοούσε πως υπάρχει “Ο Σβέικ στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο” έργο του Μπρεχτ. Χωρίς να υπερβάλλω νομίζω πως ο τρόπος που ο Έλληνας ηθοποιός τον ερμήνευσε είναι ο ιδανικός μπρεχτικός. Όσοι θυμούνται αυτή την παράσταση θα ανακαλέσουν στη μνήμη τους τα lazzi του Φωτόπουλου, την κριτική του στάση απέναντι στον ήρωα που υποδυόταν. Τότε η κριτική τού καταλόγισε “αγοραία ηθοποιία” και επιθεωρησιακό στυλ.

Θα πρέπει να τα δεχτεί ως έπαινο… Ο ηθοποιός στην επιθεώρηση δεν ζει τον ρόλο του, τον παίζει, δηλαδή παίζει με τον ρόλο του… Ένα κείμενο στην επιθεώρηση δεν είναι ποτέ, ούτε χρειάζεται να είναι κατόρθωμα λόγου. Πρέπει να απομονώνει ένα γεγονός και να το προβάλλει μέσα στον θεατρικό χώρο και χρόνο. Να αποκαλύπτει μια σχέση, να στοιχειοθετεί μια καταγγελία, να υποδεικνύει μια δημόσια συμπεριφορά. Ο ηθοποιός θα του δώσει το τυπικό ανάστημα, τον ανθρώπινο χρωματισμό, την ανάσα».

«Η επιθεώρηση έχει όλα τα στοιχεία να είναι ένα λαϊκό θέατρο και να μπορεί να γίνει, όπως πολλές φορές στο παρελθόν το πέτυχε, πολιτικό θέατρο. Είναι λαϊκό γιατί είναι άμεσο, καίριο, περιεκτικό, και στη μορφή και στο περιεχόμενο. Είναι σύντομο, ευθύβολο και απλό χωρίς να είναι εύπεπτο, έστω κι αν κινδυνεύει από τη μια στιγμή στην άλλη να γίνει. Είναι λαϊκό γιατί η τεχνική του είναι μια παραδοσιακή φόρμα που δουλεύτηκε με τη λαϊκή συγκατάθεση, τη λαϊκή συμμετοχή, τη συνενοχή, θα λέγαμε… Η επιθεώρηση είναι πολιτικό θέατρο, γιατί σκοπεύει στην κοινωνική και πολιτικοοικονομική επικαιρότητα. Ξεσκεπάζει τις κοινωνικές αντιφάσεις με την πάγια σατιρική μέθοδο, τη διόγκωση».

Το επιθεωρησιακό θέατρο των παλιών μαστόρων εξεμέτρησε το ζην. Ήρθε κάποτε η σειρά των σπουδαγμένων ηθοποιών που μελέτησαν in vivo τη μέθοδο και την τεχνική της παράδοσης και έδωσαν σε δύσκολες εποχές σπουδαία δείγματα επαναδιατύπωσης στην εποχή μας του λαϊκού κώδικα. «Το Ελεύθερο Θέατρο» και η «Ελεύθερη Σκηνή» αλλά και ο Λαζόπουλος, το «Θεσσαλικό Θέατρο» ανανέωσαν το είδος. Καλλιέργησαν μια νεοαστική σάτιρα απευθυνόμενη σε μικροαστικό και μεγαλοαστικό «μορφωμένο» κοινό. Το παλιό λαϊκό κοινό του «Ακροπόλ» στην ακμή του κι όταν απέκτησε Ι.Χ., τηλεόραση και κινητό, ψυγείο, εξοχικό αυθαίρετο και τρέιλερ σπιτικής κάβας, αυτό βλέπει τηλεόραση.