«Σας αποχαιρετούμε κύριε Ιστορία»


Δανειζόμαστε ελάχιστα παραφρασμένο τον τίτλο ενός άδικα λησμονημένου μυθιστορήματος της Μόνας Μητροπούλου για να ξεπροβοδίσουμε τον Μάριο Πλωρίτη. Συνιστά μια κυριολεξία ότι δεν ξαναγίνονται ανάλογης μορφής δημιουργοί, καλλιτέχνες. Δεκαετίες ολόκληρες το όνομά του ακουγόταν μυθικό. Το είχε επιλέξει σε ολόφρεσκη ηλικία ως ψευδώνυμο και έφτασε να ηχεί με την αυθεντικότητα του απόλυτα πραγματικού. Χιλιάδες μαθητές, συνεργάτες, αναγνώστες , ομολογούν την αίσθηση μιας ύπαρξης ακριβούς και χαριτωμένης, μανικής και ευπροσήγορης, συνεπούς αλλά και έλλογα αναρχικής. Εργάτης του γραφείου όσο ελάχιστοι, ακτινοβολούσε την ανοιχτοσύνη και την λάμψη των ηρώων που η ίδια η ζωή είναι το πρώτο και κύριο μέλημά τους. Αντί να προκαλεί την πλήξη του φιλόλογου μετέβαλλε τη γνώση σε περιπέτεια ερωτική. Τα κείμενά του αναδίνουν τη γοητεία του «απαγορευμένου καρπού», γιατί είτε για το θέατρο είτε για την πολιτική μιλάνε, καθαγιάζουν μορφές περιθωριακές, ασυμβίβαστες, που η οδύνη τους τις μεταβάλλει σε μορφές ποιητικές και ιστορικές. Κυρίαρχος του «θεατρικού παιχνιδιού» τις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60, μας εισήγαγε με έναν τρόπο μαγικό στην τέχνη του θεάτρου, γιατί μπορούσε την «παρανομία» που συνιστά το τελευταίο να της μεταγγίζει την ευφορία που προκαλεί το παραδεκτό- όταν όμως είναι εντελώς ελεύθερη επιλογή.

Αν και γραφιάς έως «μυελού οστών», με τις σκηνοθεσίες του (για όσους δεν τις γνωρίζουν) εδραίωσε για την προκατειλημμένη κοινωνία μας μια πολύτιμη παρακαταθήκη: ότι ένας άνθρωπος του θεάματος δεν είναι ένας φτηνός, εξωστρεφής καλλιτέχνης, αλλά ένας δημιουργός, ένας ποιητής. Ότι ο ηθοποιός όσο κι αν θεωρηθεί (ακόμη και αν φταίει ο ίδιος) ένα πρόσωπο γελοίο, παραμένει μια πολύ σοβαρή οντότητα. Οποιοδήποτε παιδί ανέφερε το όνομα του Μάριου Πλωρίτη ως δασκάλου οι γονείς του αντιλαμβάνονταν πως οι προθέσεις του για το θέατρο είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Αναμφισβήτητα ένα μεγάλο μέρος της γοητείας που εξέπεμπε, οφειλόταν σ΄ έναν ψίθυρο που τον συνόδευε σ΄ όλη του τη ζωή. Συνεργάτης του Κάρολου Κουν, του Οδυσσέα Ελύτη, του Γιάννη Μόραλη, του Γιάννη Τσαρούχη, της Ραλλούς Μάνου, του Χατζηκυριάκου- Γκίκα, πρόσωπα μαγικά ενώ ζούσαν, ο ίδιος ελευθερωνόταν και δημιουργούσε στις ατέλειωτες ώρες του γραφείου, με το γράψιμο, τις διορθώσεις των κειμένων, τη μέριμνα για τη συγκρότηση αφιερωμάτων σε περιοδικά, για τόμους ολόκληρους με ετήσιο χαρακτήρα, για προγράμματα θεατρικών παραστάσεων. Ένας ωκεανός τυπωμένου λόγου, αφού σπαρτάρισε πρώτα μέσα του και στα χείλη του ως λόγος ζωικός. Ήλεγχε τη λογοτεχνική και θεατρική παραγωγή ως το τελευταίο δημοσίευμα σ΄ ένα περιοδικό, με σύντομη ζωή, της επαρχίας και ο τυπωμένος λόγος ασκούσε μια τέτοια επιρροή πάνω του που θα μάζευε στο δρόμο το πεταμένο απόκομμα μιας εφημερίδας προκειμένου να το μελετήσει.

Δεινές περιπέτειες της προσωπικής του ζωής είχαν ωριμάσει έναν δημιουργό που εργαζόταν πνευματικά μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες. Έγραφε και μετέφραζε για χρόνια ενώ συμπαραστεκόταν αδιάλειπτα σε ασθενή του συγγενικού του περιβάλλοντος και, αν και χειρουργημένος ο ίδιος στην Εντατική, ζήτησε να δει (και τις έκανε) διορθώσεις σε τυπογραφικά δοκίμια με κείμενά του. Του οφείλουμε την ευγνωμοσύνη μας μαζί με όσα είναι γνωστά και για τον ακριβό του λόγο σε εξαιρετικά δύσκολες προσωπικές μας ώρες: «Έρχεται κάποια στιγμή στη ζωή σου που πρέπει να αποφασίσεις αν θα σηκώσεις ψηλά τα μανίκια ή τα χέρια. Προτίμησα πάντα να κάνω το πρώτο».

Ο Θανάσης Θ. Νιάρχος είναι ποιητής, συνεκδότης του περιοδικού «Η λέξη».