Μπορεί «ιστορία να γράφουν οι παρέες» που λέει και το τραγούδι, αλλά οι ιστορίες γράφουν πολύ δημοφιλή τραγούδια…


«Σχόλασα ένα βράδυ από το μαγαζί και πήγα σπίτι για ύπνο» θυμόταν ο Γιάννης Παπαϊωάννου. «Η γυναίκα μου άρχισε την μουρμούρα. Της λέω: άσε με στη σκοτούρα μου και μην αρχίζεις τη μουρμούρα, άμα ξημερώσει θα τα πούμε, άντε τώρα, για να μην ξυπνήσεις τα παιδιά, σβήσε το φως!». Έτσι προέκυψε μία από τις μεγαλύτερες λαϊκές επιτυχίες του, το «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε ».

Είναι μία από τις δώδεκα «Αληθινές ιστορίες» τραγουδιών που συγκέντρωσε και τεκμηρίωσε με μεράκι ο «Ρακοσυλλέκτης» Κώστας Χατζηδουλής σε μια 95σελιδη έκδοση με CD, φωτογραφίες και σκίτσα (αφιερωμένη στη μνήμη του Λέοντα Καραπαναγιώτη). Τις ιστορίες τους αφηγούνται τραγούδια όπως «Είδα μάτια», «Ζαΐρα», «Ζητάτε να σας πω», «Αλήτη μ΄ είπες μια βραδιά», «Αρχόντισσα». Η ιδέα γεννήθηκε το 1981 όταν ο Κώστας Χατζηδουλής ανακάλυψε τυχαία σε ένα περιοδικό την ιστορία του «Πασατέμπου» γραμμένη από τον θεατρικό συγγραφέα Γιώργο Γ ιαννακόπουλο: «Θα έχετε την περιέργεια να πληροφορηθείτε για ποιαν γράφτηκε και από ποιον διάολο. Θα με ρωτήσετε από πού κι ώς πού έγραψα ρεμπέτικο τραγούδι. Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο διχασμός τού εγώ δεν αποτελεί σπάνια περίπτωση. Ένα βράδυ πλημμυρισμένος από έρωτα, παραπονεμένος για τη συμπεριφορά της απέναντί μου, φτιαγμένος από κρασί και επηρεασμένος από μια συντροφιά που τραγουδούσε όλο ζεϊμπέκικα και χασάπικα, έγινα άλλος άνθρωπος. Και αυτός ο άλλος άνθρωπος άρχισε να γράφει: “Αυτά που λες εγώ τ΄ ακούω βερεσέ/ τα παραμύθια σου τ΄ ανθίστηκα πια τώρα/ και το κατάλαβα πως ήμουνα για σε/ ο πασατέμπος σου για να περνά η ώρα…” . Όσο για τη Μούσα μου, τη λένε Μαρίνα Σμυρνάκη. Από την ημέρα που κυκλοφόρησε ο “Πασατέμπος”, φίλοι και γνωστοί πασατέμπο την ανεβάζανε, πασατέμπο την κατεβάζανε. Ευτυχώς όμως τα άλλα τραγούδια που είναι γραμμένα γι΄ αυτήν-”Σ΄ αγαπώ παράξενα” και “Γι΄ αγάπη”- την εξιλεώνουν , κι εμένα για το μάγκικο παραστράτημά μου».

Και ποιος δεν έχει τραγουδήσει σε στιγμές κεφιού το «Μπαρμπα-Γιάννη κανατά». Που ήταν υπαρκτό πρόσωπο. «Έμενε στην αυλή ενός χαμόσπιτου της οδού Υπερείδου, στην Πλάκα, όπου είχε νοικιάσει δύο καμαρούλες. Τη μία για τον εαυτό του και την άλλη για τον κοκκινωπό γαϊδαράκο του. Κάθε πρωί τον φόρτωνε με αιγηνίτικα κανάτια και ξεχυνόταν στα σοκάκια της Αθήνας διαλαλώντας με την ιδιότυπη φωνή του την πραμάτεια του. Τις ημέρες που εξασκούσε το επάγγελμά του ήταν ντυμένος πολύ φτωχικά, σχεδόν αλήτικα. Τις Κυριακάδες όμως και τις γιορτές ντυνόταν με την τελευταία λέξη της μόδας. Ο τρόπος που ζούσε και οι ερωτικές του περιπέτειες δεν άργησαν να κάνουν τον μπαρμπα-Γιάννη από τους δημοφιλέστερους τύπους της παλιάς Αθήνας».

Η Αργυρώ«καγκουρώ»


Η «Οδός Αριστοτέλους» είναι βασισμένη σε αναμνήσεις του δημιουργού του τραγουδιού Λευτέρη Παπαδόπουλου (σε μουσική Γιάννη Σπανού), που μεγάλωσε στην πλατεία Κυριακού, τη σημερινή πλατεία Βικτωρίας. «Τότε η οδός Αριστοτέλους ήταν χωματόδρομος, γεμάτος μαρμαράδικα, μανάβικα, καφενεία και μικροταβέρνες», θυμάται ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. «Όλα τα παιδιά της γενιάς μου παίζανε ποδόσφαιρο, κλέφτες κι αστυνόμους, μακριά γαϊδούρα στην Αριστοτέλους απ΄ όπου σπανίως περνούσαν αυτοκίνητα. Στα παιχνίδια μας πρωτοστατούσε ένα κορίτσι που το λέγαν Αργυρώ, αλλά εμείς το φωνάζαμε “καγκουρώ”. Μια γειτονοπούλα από την οδό Φυλής με πληροφόρησε ότι η Αργυρούλα τρελάθηκε, μπήκε σε ψυχιατρείο και εκεί πέθανε. Έκατσα τότε κι εγώ κι έγραψα στη μνήμη της την “Οδό Αριστοτέλους”».

Συνέβη πράγματι στα «Πέριξ»


«Τα “Πέριξ” τα ΄γραψα στη Σαλονίκη.

Είναι ιστορία αληθινή και συγκλονιστική», έλεγε ο Βασίλης Τσιτσάνης («Τ Α ΝΕΑ», 1 977). «Ήταν αργά το βράδυ, χειμώνας του 1942, και καθόμουνα μέχρι την ώρα που επιτρεπόταν η κυκλοφορία, στο καφενείον “Νέον”. Ξαφνικά μού ΄ρθαν εικόνες από τότε που ήμουν μαθητής στα Τρίκαλα. Εικόνες δικές μου, παιδικές , αληθινές. Το σπίτι μου ήταν κοντά στους στρατώνες. Το απόγευμα στην έξοδό τους οι βαρυποινίτες περνούσαν από μπροστά μου. Γιατί οι στρατώνες ήταν γεμάτοι όλοι από βαρυποινίτες. Μια μέρα πήγα κοντά, εκεί που ήταν μαζεμένοι πίσω από τους στρατώνες και τους είδα μαζεμένους γύρω από φωτιές με τους λουλάδες και τα τέτοια. Οι εικόνες αυτές μού σφηνώθηκαν στο μυαλό. Αυτές μου ήρθαν στον νου εκείνο το βράδυ στο “Νέον” και γράφω αμέσως “Όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε, πίνουν οι μάγκες αργιλέ”…».