ΕΧΟΥΝ ΠΕΡΑΣΕΙ ΠΕΝΗΝΤΑ ΟΛΟΚΛΗΡΑ ΧΡΟΝΙΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΜΕΡΑ ΠΟΥ
ΓΝΩΡΙΣΑ ΤΟΝ ΜΑΡΙΟ ΠΛΩΡΙΤΗ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΤΕ
ΕΩΣ ΠΡΟΣΦΑΤΑ (ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΕΝΑ ΜΟΛΙΣ
ΜΗΝΑ ΜΟΥ ΤΗΛΕΦΩΝΗΣΕ ΓΙΑ ΝΑ ΜΟΥ ΔΗΛΩΣΕΙ
ΤΗΝ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΤΟΥ ΝΑ ΠΑΡΑΣΤΕΙ
ΣΤΙΣ ΑΡΧΑΙΡΕΣΙΕΣ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ-
ΟΠΟΥ ΠΑΓΙΩΣ ΗΤΑΝ Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ
ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ) ΕΙΧΑ ΤΗ ΧΑΡΑ ΤΗΣ
ΜΕΤΑΞΥ ΜΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Tον γνώρισα χάρις στον δάσκαλό μου, ιστορικό του θεάτρου Γιάννη Σιδέρη, που δίδασκε Ιστορία Θεάτρου, Δραματολογία και Ιστορία Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας δίπλα στον μεγάλο Ροντήρη στο Ωδείο Αθηνών. Ο Σιδέρης με επιστράτευσε στην έρευνα επειδή ήμουν φιλόλογος αλλά και επειδή πριν από πολλά χρόνια είχε συνυπηρετήσει ως καθηγητής στο Γυμνάσιο Αταλάντης με τον πατέρα μου στη δεκαετία του ΄30, γνώριμοι όμως από το Πανεπιστήμιο όπου και οι δύο ήταν μέλη της περίφημης Φοιτητικής Συντροφιάς. Το ευνοϊκό αυτό υπέδαφος με οδήγησε στο πλευρό του Σιδέρη όταν ακόμη συγκροτούσε το Θεατρικό Μουσείο που ήταν εγκατεστημένο, θα ΄λεγα στριμωγμένο, στα γραφεία της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, σ΄ ένα νεοκλασικό στην οδό Ναυαρίνου (εκεί όπου σήμερα υψώνεται μια κλινική). Εκεί συχνά τα απογεύματα και συχνότερα τις νύχτες μετά το μάθημα ο Σιδέρης ταξινομούσε το υλικό, κατέγραφε, σημείωνε μ΄ εκείνα τα δύστροπα γράμματά του έναν προσωπικό κώδικα που ακόμη και σήμερα ταλανίζει τους ερευνητές των καταλοίπων του. Εκεί παρήλαυναν ο Θεοτοκάς, ο Βενέζης, ο Καραντινός, ο Ανεμογιάννης, ο Μουσούρης και συχνότερα απ΄ όλους ο Πλωρίτης. Μόνιμη σχεδόν παρουσία η δημοσιογράφος Μαρία Δημητρέα που τότε είχε μια σπουδαία εκπομπή στο ραδιόφωνο με τον τίτλο «Θεατρικός κόσμος» όπου ο Σιδέρης ήταν ο απαραίτητος σχολιαστής επετείων και εισηγητής ιστορικός των παραστάσεων. Ο Πλωρίτης τότε δίδασκε Δραματολογία στο Θέατρο Τέχνης όπου ήταν αποκλειστικός εισηγητής δραματολογίου και πάγιος μεταφραστής. Ο Σιδέρης μοιραζόταν με το Εθνικό Θέατρο, τον Ροντήρη και τον Κουν και κατόρθωνε να ισορροπεί στις αισθητικές Συμπληγάδες του καιρού.

Τη μέρα που γνώρισα τον Πλωρίτη με εξέπληξε η προσφώνησή του προς τον Σιδέρη: «Χαιρετίζω τον διάδοχο του Γεωργίου Βιζυηνού». Πράγματι ο μεγάλος πεζογράφος και υφηγητής στο Πανεπιστήμιο ήταν ο πρώτος δάσκαλος Δραματολογίας στην Ελλάδα και βέβαια στο «Ωδείον Αθηνών (1871)- Μουσικόν και Δραματικόν Σύλλογον». Χαίρομαι μάλιστα που ο διευθυντής του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ) Δ. Καψάλης τύπωσε αντί ευχετήριας κάρτας σε κομψό τομίδιο την εκπληκτική μελέτη του Βιζυηνού για τον Ίψεν (1892), δύο χρόνια πριν από την πρωτοπόρα διάλεξη του Ξενόπουλου για τους «Βρυκόλακες». Ο Σιδέρης χαιρόταν πολύ αυτόν τον καταγωγικό έπαινο και ο Πλωρίτης τον επαναλάμβανε σχεδόν σε κάθε επίσκεψή του. Ο Πλωρίτης δημιουργούσε από την πρώτη επαφή μια οικειότητα, εξάλλου όλη η ζωή του ήταν μια απέραντη στοργή για τους νέους ανθρώπους. Απλόχερα, γενναιόδωρα, αφειδώλευτα, χωρίς έπαρση, καθοδηγούσε, συμβούλευε, ανίχνευε ικανότητες, αξιοποιούσε ταλέντα, συγχωρούσε λάθη αλλά δεν ανεχόταν βεντετιλίκια και προπέτειες.

Tα πενήντα χρόνια της συναναστροφής μου με έχουν πείσει πως ο Πλωρίτης που διοχέτευσε σε ποικίλους τομείς της πνευματικής δράσης τα άπειρα ταλέντα του (μεταφραστής, διασκευαστής, συμπιλητής, σκηνοθέτης κινηματογράφου, σκηνοθέτης

Όλη η ζωή του ήταν μια απέραντη στοργή για τους νέους ανθρώπους

θεάτρου, κριτικός κινηματογράφου, κριτικός θεάτρου, δοκιμιογράφος, δραματολόγος, ιστορικός θεάτρου, δημοσιολόγος, διευθυντής περιοδικών και εφημερίδων, πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου, πρόεδρος της Ένωσης Κινηματογραφικών Κριτικών, πρώτος πρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων), άξονας βίου γύρω από τον οποίο πολώνονταν όλες αυτές του οι παρεμβάσεις στον δημόσιο βίο ήταν η δημοκρατική του συνείδηση, η συνείδηση του πολίτη και η έγνοια του για τους πολιτειακούς και πολιτικούς θεσμούς και κυρίως η άγρυπνη μέριμνά του για την Παιδεία. Αν και δεν του άρεσαν οι έπαινοι και θα του φαινόταν βαρύς ο χαρακτηρισμός του Δασκάλου του Γένους, είχε δεχτεί κάποτε να συζητήσουμε την προσφορά του ως δασκάλου τριών γενεών Νεοελλήνων.

Μ΄ ό,τι καταπιάστηκε αυτός ο χαρισματικός και χαρίεις άντρας είχε ευθεία αναφορά στη Δημοκρατία των ιδεών και στους θεσμούς που αναδεικνύουν τη συμμετοχή στα κοινά και στην Παιδεία των πολιτών.

Πολύ συχνά αναφερόταν στην παράγραφο του «Επιταφίου» του Περικλή όπου ο Θουκυδίδης με την εκπλήσσουσα ευστοχία μιας πυκνής διατύπωσης γράφει: «των πόνων πλείστας αναπαύλας τη γνώμη επορισάμεθα… καθ΄ ημέραν η τέρψις το λυπηρόν εκπλήσσει». Ο Πλωρίτης τόνιζε εμφαντικά το «η τέρψις το λυπηρόν εκπλήσσει».

Η ενασχόλησή του με τόσους τομείς του πολιτισμού ήταν απόρροια αυτής της δημοκρατικής διεκδίκησης την οποία όμως έβλεπε ως θεσμό της Πολιτείας, ως δικαίωμα των ανθρώπων να απολαμβάνουν τις ηδονές που προσφέρουν οι τέχνες, ιδιαίτερα όταν φιλοκαλούσιν μετ΄ ευτελείας.

Ως εκ τούτου ο Πλωρίτης αντιμετώπιζε κάθε δημιουργία (εξάλλου συχνά σχολίαζε την πρώτη σημασία της λέξης: έργο, προσφορά υπέρ του Δήμου) ως μάθημα, επιμόρφωση, τέρψη, απόλαυση, πνευματική ηδονή, απαραίτητο, αναγκαίο συμπλήρωμα που ολοκληρώνει το δικαίωμα του πολίτη να υπάρχει ως τέτοιος. Γι΄ αυτό κι όταν μετέφραζε (πάνω από 150 θεατρικά κείμενα) εν πρώτοις δεν έκανε διάκριση ειδών. Μετέφραζε δράμα και κωμωδία, κλασικό και νεοκλασικό, μοντέρνο και λαϊκό θέατρο γιατί καθένα από αυτά τα είδη και τις σχολές εξασφαλίζει την αριστοτελική οικεία ηδονή. Με την ίδια αφοσίωση στις απαιτήσεις του ύφους ενός Πιραντέλο ή Πίντερ μετέφερε στη γλώσσα μας μια φάρσα, ένα βουλεβάρτο ή ένα μιούζικαλ. Ο άνθρωπος που αφιέρωσε έξοχες σελίδες στα πρόσωπα του σύγχρονου θεάτρου έσκυψε με σεβασμό στις εποχές της παρακμής και συνάντησε στις παρυφές της ιστορίας τούς πλάνητες μίμους και τους αποσυνάγωγους θεατρίνους και τους αφορεσμένους Βυζαντινούς θυμελικούς. Όλοι αυτοί, μεγάλοι και ανώνυμοι, για τον Πλωρίτη ήταν οι διδάσκαλοι του ήθους και του ύφους μιας εποχής που γίνονταν ακόμη πιο αξιομνημόνευτοι όταν πάλευαν ενάντια στην αντίδραση, στην τυραννίδα, στον θρησκευτικό φανατισμό και στην πολιτική κραιπάλη.

OΠλωρίτης μύησε το ελληνικό κοινό στην καινούργια δραματουργία μέσω των παραστάσεων του Κουν: ως εισηγητής δραματολογίου στο Θέατρο Τέχνης και στην Κατερίνα και στον Μουσούρη αλλά και στον Κατράκη, στον Αλεξανδράκη, στον Χορν, στον Παππά, στη Λαμπέτη, στη Βουγιουκλάκη και τα τελευταία χρόνια στην αγαπημένη του Κάτια Δανδουλάκη μέσω των μεταφράσεων, των προγραμμάτων που επιμελείτο, παλαιότερα των σκηνοθεσιών του λειτουργούσε (άλλη λέξη που συχνά κατέφευγε στην καταγωγική της σημασία: έργο, προσφορά στον Λαό-Λεώ) ως Δάσκαλος που αντιλαμβάνεται το θέατρο ως θεσμό της Δημοκρατίας, αφού στο θέατρο κυκλοφορούν, συγκρούονται, συζητούνται, αναδεικνύονται, κρίνονται και απορρίπτονται ιδέες και ιδεολογήματα, ήθη, μόδες, αξίες, αισθητικές αρχές, υπαρξιακά αδιέξοδα και προσδοκίες, ελπίδες και τρόμοι. Ο Πλωρίτης πίστευε κάτι που φαίνεται ή λέγεται ως αυτονόητο αλλά χρειάζεται κάθε φορά να το τονίζουμε: καθετί είναι πολιτική πράξη, άρα κάθε παράσταση είναι πολιτικό γεγονός είτε είναι προπαγάνδα είτε ανάλαφρη φάρσα είτε δύο ώρες ξεγνοιασιάς. «Όποιος κοιμίζει το κοινό, έλεγε, πολιτεύεται και κρίνεται, όσο και κείνος που το αφυπνίζει ή το αναστατώνει».