Τον Σολωμό δεν άρχισα με την πρόθεση να τον μελοποιήσω. Έβαλα μια μελωδία στην «Ξανθούλα», κάτι σαν άσκηση. Σιγά σιγά μου γεννήθηκε ένα αίσθημα πως τραγουδώντας τον, τον κατανοούσα καλύτερα. Φανταζόμουν, εξάλλου, και τον ίδιο να σιγομουρμουρίζει σε μια ακαθόριστη, απροσδιόριστη μελωδία τα ποιήματά του. Έγινε για μένα ένα ερέθισμα να βρω έναν τόνο, να βρω ρυθμούς ή μελωδίες που θα έδεναν με τη γλώσσα του και την ποίησή του. Ανάμεσα στη λεπτή σχέση που δημιούργησε με το δημοτικό τραγούδι, τα επτανησιακά ιδιώματα, με απόηχους βυζαντινών ψαλμωδιών, ποια μουσική θα μπορούσε να ακούγεται;

Σταδιακά, αυτή η αναζήτηση βρήκε περισσότερο χώρο μέσα μου, ώσπου εγκαταστάθηκε στα όνειρα…

Όνειρο 1:

Ο Σολωμός μ΄ ένα λευκό πουκάμισο. Δεν βλέπω το πρόσωπό του καθαρά. Φυσάει αέρας στο μέτωπό του και σηκώνει,παίρνει τα λίγα μαλλιά του. Από πάνω του,ένα γαλάζιο σύννεφο, στέκεται με μια κόκκινη κηλίδα φωτός στη μέση. Ωραίο, κόκκινο πορφυρό. Σιγά σιγά, γίνεται άστρο.Και μία λευκή αχτίδα φωτός πέφτει πάνω σε δύο παλιές ξύλινες καρέκλες που έρχονται να καθήσουν δύο φίλοι του. Φορούν ευρύχωρα πουκάμισα που ανεμίζουν και κάνουν πτυχές σαν χλαμύδες. Κάτω,είναι χώμα.Εκεί κάθομαι μέρες πολλές,καιρό πολύ. Και περιμένω λέει να ΄ρθει ένα πουλί πανέμορφο από την Κρήτη. Κι όταν θα γίνει αυτό, ο Σολωμός θα πει ένα καινούριο τραγούδι,που κανείς δεν έχει ξανακούσει.Γι΄ αυτό και ήρθαν από πολύ μακριά οι δυο πολύ καλοί αγαπημένοι του φίλοι.

Όνειρο 2:

Ο τόπος μοιάζει να ΄ναι το Μεσολόγγι ή η Δημητσάνα. Μπαρούτι και καπνός παντού. Μαύρα σπίτια πέτρινα, ερειπωμένα, κι ένα δέντρο, μια μικρή ελιά στην άκρη σ΄ ένα ύψωμα. Και μακριά ακούγεται να χτυπάει ένα σήμαντρο μοναστηριού.Ο Σολωμός βγαίνει πίσω από ένα πέτρινο σπίτι με βήμα αργό.Με το μαύρο κοστούμι του. Προσέχω το υψηλό του μέτωπο.Κι ένα βλέμμα μισό αυστηρό, διαπεραστικό,και μισό λυπημένο σαν μία λίμνη γαληνεμένη. Ξαφνικά,πίσω του,σηκώνεται ένας μικρός στρόβιλος αέρα, ορατός όσο ένα λευκό νέφος. Τον πλησιάζει κι αρχίζει να ξετυλίγεται λευκό και γαλάζιο,σχηματίζεται μια σημαία ελληνική, τον τυλίγει,τον σκεπάζει,μετά γίνεται φλόγα κόκκινη φωτιά, πνέει άνεμος, παίρνει τη φλόγα και σαν τ΄ όνομά του να γράφεται στον ουρανό.Από τις φλόγες, αναπηδούν ψήγματα χρυσού τα λόγια του. Λίγο πριν βγω από τον ύπνο έχω στο στόμα τη φράση.

21 Μαρτίου ημέρα Τετάρτη… του Διονυσίου Σολωμού.

Όνειρο 3: Δομοκός.Στο δρόμο, χειμώνας. Είναι αέρας παγωμένος. Ομίχλη,πάχνη… Προσκυνητές, στρατιώτες,έμποροι, φωνές από παντού… τραγούδια, προσευχές,ρητά,μαγικές επικλήσεις. Στη μέση κάπου, ένας εξασθενημένος ημίγυμνος.Κουβαλάει ένα ξύλο βαρύ.Σκηνή μαρτυρίου. Ακούγεται φωνή. «Όστις άνθρωπος… εκ του οίκου…

οίκου οίκου» ηχεί σαν αντίλαλος παντού γύρω.

Εις τα αριστερά δεν ξέρω… κάτι σαν οθόνη.Λευκό φως:ή είναι η ομίχλη; Εκεί μόλις διακρίνεται ένα δενδρύλλιο:αγγελική είναι… μικρός πεύκος; Εκεί δίπλα,σαν μόλις να ακουμπά, είναι ο Ποιητής.Ψίθυρος… «Ο ξένος, ο ξένος!» Και φεύγουν. Πατούν όλοι σιγά. Όλοι ονειρεύονται.Υποχωρούν αργά.Προς κάτι που μοιάζει με έρημο κάμπο.Θαμπό,χρυσαφί.Ακούγεται μυστηριώδης η φωνή του ποιητή.

«Εσείς, οι τόσο παλιοί, πώς φέρατε το σκοτάδι στην πηγή!… ο λήθαργος»…

Κόβεται η φωνή.