|
|
Ο κερατόκωνος είναι μια ασθένεια του κερατοειδούς χιτώνα του ματιού, η οποία
προκαλεί κωνική παραμόρφωση στο σχήμα του, με συνέπεια την προοδευτική μερική
ή ολική μείωση της όρασης, η οποία μπορεί να φθάσει μέχρι και την τύφλωση.
Στις περισσότερες περιπτώσεις η παραμόρφωση βρίσκεται στο κάτω μισό του
κερατοειδούς και πρωτοεμφανίζεται σαν μη φυσιολογικός αστιγματισμός, δίχως
αυτό να σημαίνει ότι όλες οι περιπτώσεις αστιγματισμού οφείλονται αποκλειστικά
σε κερατόκωνο. Καθώς ο κερατόκωνος εξελίσσεται, η μόνη μη επεμβατική μέθοδος
που παρέχει στον ασθενή κανονική όραση είναι οι σκληροί φακοί επαφής
(ημίσκληροι κεραοκωνικοί φακοί ή και σκληροί). Περίπου οι μισοί από τους
ασθενείς, οι οποίοι πάσχουν από κερατόκωνο, δεν αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα
στις καθημερινές δραστηριότητές τους, εκτός από την ανάγκη να χρησιμοποιούν
γυαλιά ή φακούς επαφής. Στους περισσότερους η κατάσταση σταθεροποιείται έπειτα
από μερικά χρόνια. Για τους υπόλοιπους, ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης του
προβλήματος μέχρι τώρα ήταν να προχωρήσουν σε μεταμόσχευση κερατοειδούς, η
οποία όμως έχει ως μειονεκτήματα την μακροχρόνια περίοδο ανάρρωσης και την
εμφάνιση απρόβλεπτων διαθλαστικών ανωμαλιών. Όμως, έπειτα από μια
μεταμόσχευση, ο κερατόκωνος μπορεί να επανεμφανιστεί στο καινούργιο μόσχευμα.
Νέες, μη παρεμβατικές θεραπείες της νόσου που κερδίζουν ολοένα περισσότερο
έδαφος είναι η C3-R (Corneal Collagen Crosslinking with Riboflavin) που
γίνεται με ενστάλλαξη σταγόνων ριβοφλαβίνης (βιταμίνη Β2) στο μάτι και
«ενεργοποίησή» τους στη συνέχεια με χρήση υπεριώδους ακτινοβολίας και η
εισαγωγή ενδοκερατοειδικών δακτυλίων.
Ο Ιωάννης Μ. Ασλανίδης είναι επίκουρος καθηγητής Οφθαλμολογίας στο
Πανεπιστήμιο Κορνέλ, στη Νέα Υόρκη