Η κυβέρνηση ανακοίνωσε πρόσφατα την αναθεώρηση των Εθνικών Λογαριασμών

βάσει της οποίας το ΑΕΠ της χώρας το 2004 είναι κατά 25% μεγαλύτερο από ό,τι

εμφανιζόταν μέχρι τώρα.

Κανείς δεν γνωρίζει ούτε τη μεθοδολογία, ούτε τη συλλογιστική μιας αναθεώρησης

τόσο μεγάλης έκτασης. Αντίστοιχη αναθεώρηση γύρω στο 1994-95 είχε επίσης

οδηγήσει σε μια αναπροσαρμογή του ΑΕΠ για τα χρόνια μετά το 1988 κατά περίπου

23%. Όμως η αναπροσαρμογή εκείνη προέκυψε όχι λόγω αναθεώρησης στοιχείων –

λόγω μετάβασης από το σύστημα Εθνικών Λογαριασμών του ΟΟΣΑ στο σύστημα της

Ε.Ε.

Μια τέτοια αύξηση σήμερα σημαίνει ότι το ΑΕΠ δεν εκτιμήθηκε σωστά στα χρόνια

1994-2004. Αυτό μπορεί να εκθέτει τις στατιστικές ικανότητες τής τότε

κυβέρνησης, όμως από την άλλη δείχνει ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ όχι μόνο δεν

προσπάθησε να υπερεκτιμήσει το ΑΕΠ, αλλά αντίθετα το υποεκτιμούσε συστηματικά.

Η Ν.Δ. θα πρέπει ίσως να εξηγήσει γιατί η τότε κυβέρνηση, την οποία κατηγόρησε

επανειλημμένα για απόκρυψη και ωραιοποίηση στοιχείων, δεν αξιοποίησε μια

διαδικασία που ξεκίνησε η ίδια μετά το 2000 για να εμφανίσει καλύτερη εικόνα.

Προφανώς κάτι τέτοιο ανατρέπει όλη τη λογική των κυβερνητικής απογραφής και

γι’ αυτό κυριαρχεί η σιωπή.

Όμως σήμερα δεν θα αμφισβητήσω την αναπροσαρμογή, ακόμα και αν υπάρχουν πολλά

σκοτεινά σημεία. Αντίθετα, θα δεχθώ ότι η αναπροσαρμογή του ΑΕΠ κατά 25%

αντανακλά μια ακριβέστερη εικόνα των εξελίξεων της δεκαετίας 1994-2004. Όμως η

αποδοχή της αναθεώρησης αυτής σημαίνει ότι ανατρέπονται σοβαρές πτυχές της

οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας που ζει ο μέσος πολίτης, όπως:

α) Ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ για τη δεκαετία 1994-2004 ήταν

κατά 1,7 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος απ’ ό,τι εμφανιζόταν μέχρι τώρα. Αυτό

σημαίνει μια ακόμα πιο σημαντική αναπτυξιακή επίδοση απ’ ό,τι εμφάνιζε η

κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.

β) Οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ αντί 23,7% είναι μόνο 19%.

γ) Οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας ως ποσοστό του ΑΕΠ αντί 26,3% είναι

μόνο 21,5% [δηλαδή δεν είναι 2 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από τον μέσο

κοινοτικό όρο (γύρω στο 26%), αλλά 7 μονάδες χαμηλότερα].

δ) Οι δαπάνες εκπαίδευσης ως ποσοστό του ΑΕΠ αντί 3,6% είναι μόλις

2,9%, δηλ. ακόμα χαμηλότερα σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε.

ε) Το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αντί 107,5% είναι μόνο 86% και η

συγκριτική νέα εικόνα της Ελλάδας πολύ πιο ευνοϊκή.

στ) Η σχέση συντάξεις/ΑΕΠ είναι σε ευνοϊκότερο επίπεδο κατά 25%, και,

το πιο σημαντικό,

ζ) η «πραγματική σύγκλιση», δηλαδή το μέσο βιοτικό επίπεδο στην Ελλάδα

σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε. των 15 χωρών αυξήθηκε μεταξύ 1994 και 2004

όχι απλώς από το 66,5% (1994) στο 77,2% (στοιχεία 2005) αλλά στο 96,5%, δηλαδή

θεωρητικά έχουμε πλήρη σχεδόν σύγκλιση της Ελλάδας με την Ε.Ε. των 15 χωρών.

Ουσιαστικά αυτό σημαίνει ότι στη δεκαετία που προηγήθηκε η Ελλάδα δεν έκανε

ένα απλό αλλά ένα τεράστιο άλμα στην πραγματική σύγκλιση προς τον μέσο όρο της

Ε.Ε., παρόμοιο περίπου με αυτό της αγαπητής Ιρλανδίας.

Πολιτικά τα παραπάνω σημαίνουν πολλά.

Πρώτον, η κυβέρνηση – και άλλες «δημοκρατικές δυνάμεις» – πρέπει να

ανασκευάσουν πλήρως όλη την εικόνα που έδιναν μέχρι τώρα για τις αναπτυξιακές

επιδόσεις της περιόδου 1994-2004 σε όρους πραγματικής σύγκλισης.

Δεύτερον, η νέα εικόνα επιβάλλει μια σοβαρή αναϊεράρχηση των στόχων της

οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Οι στόχοι της οικονομικής πολιτικής δεν

νοείται να παραμένουν ίδιοι με αυτούς που έχουν τεθεί υπολογίζοντας σημαντικές

κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις σε εντελώς διαφορετική βάση.

Τρίτον, οι δαπάνες για παιδεία, υγεία και κοινωνική προστασία βρίσκονται πλέον

συγκριτικά με την Ε.Ε. ή τον ΟΟΣΑ σε σημαντικά πιο δυσμενή σχέση απ’ ό,τι με

τα προηγούμενα στοιχεία, και συνεπώς δικαιολογούν ακόμα περισσότερο την

κοινωνική πίεση για σημαντική αναπροσαρμογή προς τα πάνω. Αυτό απαιτεί βέβαια

και μια αντίστοιχη αύξηση των φορολογικών εσόδων που εμφανίζονται να κινούνται

σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με το νέο ΑΕΠ απ’ ό,τι υπολογιζόταν μέχρι

τώρα.

Τέταρτον, τα ασφαλιστικά ελλείμματα προφανώς παύουν να είναι τόσο κρίσιμα,

όπως αν υπολογίζονταν με ΑΕΠ χαμηλότερο κατά 25%. Επίσης, οι «ρυθμοί

ανάπτυξης» που ανακοινώνει η κυβέρνηση (γύρω στο 4%) είναι στην πραγματικότητα

20%-25% χαμηλότεροι (γύρω στο 3%-3,2%) αν υπολογιστούν με βάση το αυξημένο

ΑΕΠ.

Συνολικά, η ανατροπή που προκαλεί η αναθεώρηση του ΑΕΠ δεν μπορεί να είναι μια

μονόπλευρη κομματική αφετηρία για την εμφάνιση απλώς ικανοποιητικότερων

οικονομικών επιδόσεων – και μάλιστα γεμάτων αντιφάσεις – της κυβερνητικής

πολιτικής στην Ε.Ε. Πρέπει να γίνει και αφετηρία για πολιτικές που αφορούν

καίρια κοινωνικά προβλήματα, όπως τη φτώχεια, την υγεία, την παιδεία, την

εισοδηματική πολιτική, το Ασφαλιστικό, την κατανομή του εισοδήματος και των

φορολογικών βαρών, την επενδυτική πολιτική. Άκαμπτοι πολιτικοί στόχοι, όταν

ένα τόσο καίριο μέγεθος όπως το ΑΕΠ αποδεικνύεται 25% μεγαλύτερο, δεν

εκφράζουν παρά δογματισμό και μια σκληρά ταξικά προσανατολισμένη κομματική

γραμμή.

Ο Τάσος Γιαννίτσης είναι πρώην υπουργός.