Όσοι Έλληνες δεν τη γνωρίζουν ως Αμαλία Μεγαπάνου, με το όνομα δηλαδή που

υπογράφει τα βιβλία της, τη γνωρίζουν ως Αμαλία Καραμανλή. Η Αμαλία από την

Πάτρα, κόρη του Αναστάσιου Κανελλόπουλου, σύζυγος, για μια εικοσαετία, του

Κωνσταντίνου Καραμανλή, ανιψιά του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, κατέκτησε, με το

σπαθί της, την τελευταία εικοσιπενταετία, μια θέση στον λογοτεχνικό μας χώρο.

Τα βιβλία της «Έκτωρ», «Γκρίζα πέτρα», «Διάλογος με την Άννα», «Το μαύρο

ταξί», άλλα και τα άλλα, αιφνιδίασαν με τον αναρχικό ψυχισμό τους και τα

διαυγή τους ελληνικά. Αν ζούσαμε σε μιαν εποχή που οι προκλήσεις στη

λογοτεχνική μας «αγορά» δεν μεθοδεύονταν, η ίδια θα συνιστούσε ένα πραγματικό

«σκάνδαλο». Η Αμαλία Μεγαπάνου αποτελεί ένα κεφάλαιο της πολιτικής ιστορίας

του δεύτερου ημίσεως του εικοστού αιώνα. Αριστοκρατικότατα, αισθάνθηκε να μην

τη δεσμεύει στο ελάχιστο. Αν ήθελε να «κεφαλαιοποιήσει» την ιστορία της, θα

μπορούσε να αναπαύεται σε διαρκείς, αμάραντες δάφνες, επικαιροποιώντας το

παρελθόν της. Χωρίς να το αγνοεί, αλλά και χωρίς να το χρειάζεται για να

υπάρξει, το αντιμετώπισε με τη βαθύτητα του βιωμένου χρόνου, που σου επιτρέπει

να προχωράς παραπέρα. Και με άλματα, μάλιστα. Με την ευπρέπεια για κάτι που,

όταν είναι πολύ σημαντικό, χρειάζεται να περιβληθεί με σιωπή για να μην

ευτελιστεί, η Αμαλία Μεγαπάνου έδειξε να μην ησυχάζει.

Το βιβλίο της «Πρόσωπα και άλλα κύρια ονόματα» που συνοδεύεται με την εξήγηση

ότι πρόκειται για πρόσωπα «μυθολογικά και ιστορικά της Αρχαίας Ελληνικής

Γραμματείας έως τον 1ον μ.Χ. αιώνα» αποτελεί, θα έλεγε κανείς, έναν παγκόσμιο

πρωταθλητισμό. Χίλιες διακόσιες σελίδες, μεγάλου σχήματος, με τα «βιογραφικά»

ή τη μνεία είκοσι ενός χιλιάδων εξακοσίων είκοσι προσώπων. Ο Αλέξης Μινωτής

έλεγε για τον Νίκο Καζαντζάκη: «Έβαλε τον εαυτό του εξήντα χρόνια κάτω, τον

έστυψε, και μας έδωσε την καλύτερη σταγόνα που έχουμε». Η Αμαλία Μεγαπάνου

έβαλε τον εαυτό της κάτω, για δώδεκα χρόνια, τον έστυψε και προίκισε την

ελληνική γλώσσα (την αιωνιότητά μας, δηλαδή), με μια παλλόμενη ουσία, ένα

ζωντανό μουσείο. «Απίστευτο» το χαρακτηρίζουνε όσοι ήδη το είδανε. Απίστευτο

για έναν άνθρωπο μόνο, ακόμη και οπλισμένο με συνείδηση μοναχού (έστω μπροστά

σ’ ένα κομπιούτερ), να πληροφορηθεί (όση κι αν είναι η γνώση του), να

συλλέξει, να συρράψει, να ενώσει και να συγκροτήσει σ’ ένα «όλον» μια ωκεάνια

απεραντοσύνη. Ο τόμος αυτός δεν φτιάχνεται παρά μόνον όταν αισθανθεί κανείς

ανοιχτούς ή προσωπικούς τους λογαριασμούς του με τον χρόνο. Όταν αισθανθεί να

«χρεώνεται» τη διατήρηση της συνέχειας, όχι βέβαια του προσώπου του, αλλά τη

συνέχεια του «τόπου» του, της ιστορίας και του ήθους του «τόπου» του. Όταν,

ανεξάρτητα αν ο τόμος σταματάει στον 1ον μ.Χ. αιώνα, αισθάνεται πως το Ζάλογγο

ή ο Μακεδονικός Αγώνας είναι για τη συνείδησή του γεγονότα διαρκώς παρόντα,

σημερινά. «Στοίχημα» με τον εαυτό της, ή λογοδοσία στον γεννήτορά της, τον

Αναστάσιο Κανελλόπουλο, που όσοι τον γνωρίσανε τον μνημονεύουν ως έναν σπάνιο

συνδυασμό ευγένειας και ερευνητικής αφοσίωσης, η Αμαλία Μεγαπάνου με «Τα

πρόσωπα» ισορρόπησε κάπως πρόσφατες ασχημίες της δημόσιας ζωής με την

τοποθέτηση όλων μας στο μακρυγιαννικό «εμείς».

Καλό ταξίδι, Αμαλία, στους αιώνες που μας επιφυλάσσονται και που κανείς δεν

ξέρει αν προοιωνίζονται την άνοιξη ή τη χειμερία νάρκη της ελληνικής γλώσσας.

Ο Θανάσης Θ. Νιάρχος είναι ποιητής, συνεκδότης του περιοδικού «Η Λέξη».