Φέτος τον χειμώνα η μόδα θέλει πάλι τσάντες γεμάτες λουκέτα και αγκράφες και

αμπάρες, σαν κινούμενα χρηματοκιβώτια ασφαλείας. Πιάνει τον σφυγμό, την

περιρρέουσα ατμόσφαιρα η μόδα. Αυτή την εντατική μονοκαλλιέργεια της

ανασφάλειας στην Ευρώπη. Οι Ευρωπαίοι θέλουν να κλειστούν στον εαυτό τους, να

αμπαρωθούν, να κάνουν τα σύνορά τους στεγανά. Στην Ελβετία, την κάποτε ανοιχτή

Ελβετία, με τα πολυεθνικά χωριά ακόμα και πάνω στις Άλπεις, οι πολίτες θέλουν

να δυσκολέψουν την είσοδο μεταναστών στη χώρα τους. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα

μπουν και η Ρουμανία και η Βουλγαρία, κι ύστερα τέρμα. Και πολλοί είμαστε,

λένε όσοι είναι μέσα. Άλλα κράτη, φτωχά, κι άλλοι άνθρωποι φτωχοί, να μείνουν

εκεί που βρίσκονται. Σαν τις τσάντες του χειμώνα, με πιο πολλές κλειδαριές από

όσα ανοίγματα, η Ευρώπη θέλει να κλειστεί στον εαυτό της. Να κρατήσει την

ωραία της ζωή, να εξασφαλίσει τους εξασφαλισμένους και οι υπόλοιποι να κόψουν

τον λαιμό τους. Δεν τη νοιάζει να γίνεται αντιπαθής, ακριβώς όπως κι οι

τσάντες του φετινού χειμώνα, όπως και του περασμένου. Το προσέξατε; Το ότι

είναι απαίσιες δεν εμποδίζει τους ανθρώπους να τις αγοράζουν και να τις

επιδεικνύουν κιόλας. Φτάνει να είναι ακριβές, από διάσημους οίκους, από σπάνια

υλικά – η αισθητική δεν απασχολεί. Κρατώντας μια τέτοια σιχαμένη τσάντα

αγκαλιά, ακόμα και το πιο φινετσάτο κορίτσι δηλώνει σκληρό και καλά

προστατευμένο, το πιο σημαντικό πράγμα στον ανασφαλή μας κόσμο. Αλλά φυσικά

δεν χρειάζεται να πληρώσει και μια περιουσία το φινετσάτο κορίτσι για να

αγοράσει τη συμβολική του πανοπλία: στον δρόμο πουλάνε τέλειες μαϊμούδες.

Αυτοί οι μετανάστες τις πουλάνε, οι ανεπιθύμητοι, οι παράνομοι, οι λαθραίοι,

που η Ευρώπη θέλει να τους κρατήσει έξω.