«Θα ήθελα να δω περισσότερες γυναίκες σε ηγετικές θέσεις. Παράλληλα όμως, ένα

από τα μεγαλύτερα προβλήματα στον κόσμο είναι οι διακρίσεις κατά των γυναικών.

Πολλές φορές, η κοινωνία τις αποδέχεται ως κάτι φυσιολογικό. Πρώτα πρέπει

λοιπόν να αναγνωριστεί η ισότητα των γυναικών στην κοινωνία», λέει η Αϊρίν Χαν

«Μέχρι την 11η Σεπτεμβρίου δεν ένιωσα ποτέ την ταυτότητά μου ως μουσουλμανική.

Ύστερα από τα γεγονότα, κανένας δεν έχανε ευκαιρία να μου υπενθυμίζει ότι

είμαι μουσουλμάνα. Ακριβώς επειδή είμαι, καταλαβαίνω την πίεση που δέχονται οι

μουσουλμάνοι. Από την άλλη όμως, δεν διστάζω να πω δημοσίως ότι οι ισλαμικές

κυβερνήσεις παραβιάζουν ανθρώπινα δικαιώματα. Ωστόσο δεν μπορεί κανείς να έχει

δύο μέτρα και δύο σταθμά, όπως κάνει η Δύση. Μιλά για τα ανθρώπινα δικαιώματα

σε μια περιοχή και αγνοεί μια άλλη, όπως για παράδειγμα το Σουδάν»

Η Αϊρίν Χαν δεν ήταν μόνο η πρώτη γυναίκα, η πρώτη μουσουλμάνα και η

πρώτη Ασιάτισσα γενική γραμματέας της Διεθνούς Αμνηστίας όταν ανέλαβε το

τιμόνι της γνωστής οργάνωσης. Είναι ο άνθρωπος που κλήθηκε να αντιμετωπίσει

όλες τις δυσκολίες και τις προκλήσεις που δημιούργησαν τα γεγονότα της 11ης

Σεπτεμβρίου και ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας»· μια ρητορική την οποία η

ίδια είδε ως πρόσχημα για τον περιορισμό των ελευθεριών των πολιτών σε όλο τον

κόσμο. «Το μότο ασφάλεια εναντίον ελευθεριών και δικαιωμάτων το

χρησιμοποιούσαν πάντοτε οι δικτατορίες. Το ίδιο μότο χρησιμοποίησε και η

χούντα στην Ελλάδα. Το επικίνδυνο είναι ότι αυτό το δίπτυχο πια το

χρησιμοποιούν δημοκρατικές κυβερνήσεις. Λένε στους πολίτες, «παραβιάζουμε τα

δικαιώματά σας για να σας προστατεύσουμε». Αυτό θέλουν οι τρομοκράτες: να

καταστρέψουν τις ανοιχτές κοινωνίες. Από όλο αυτό όμως πλήττονται οι άνθρωποι

που βρίσκονται στο περιθώριο, οι οποίοι στιγματίζονται», λέει στα «ΝΕΑ» η

Αϊρίν Χαν, που βρέθηκε στη χώρα μας και βραβεύθηκε χθες από τον Δικηγορικό

Σύλλογο Αθηνών για τη συμβολή της οργάνωσης στον αγώνα για την προστασία των

ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δικαιοσύνης σε όλο τον κόσμο.

Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας βασίζεται στην πολιτική του φόβου, συνεχίζει η

50χρονη ακτιβίστρια. «Η αμερικανική κυβέρνηση έχει δημιουργήσει ένα σύστημα

που βασίζεται στον φόβο. Χρησιμοποιεί μια γλώσσα που μιλάει για το καλό και το

κακό, διχάζοντας τον κόσμο. Ακόμα και οι πόλεμοι έχουν κανόνες, αλλά αυτός

είναι ένας πόλεμος χωρίς κανόνες και γι’ αυτό είναι πολύ δύσκολο να

σταματήσει. Το σοβαρότερο είναι ότι αποσπά την προσοχή από πολύ σημαντικότερα

ζητήματα όπως η βία κατά των γυναικών, η ανεργία, η φτώχεια. Για παράδειγμα,

εγώ και εσείς είναι πιθανότερο να πέσουμε θύματα βίας από άνδρες, παρά να μας

σκοτώσει μια βόμβα».

Δικαιολογούνται οι επεμβάσεις με πρόσχημα την προστασία των ανθρωπίνων

δικαιωμάτων;

«Το μεγάλο πρόβλημα είναι η επιλεκτικότητα αυτών των επεμβάσεων. Οι δυτικές

χώρες ορίζουν τα συμφέροντά τους και ύστερα χρησιμοποιούν την καταπάτηση των

δικαιωμάτων ως πρόσχημα για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους. Δημιουργούν

έτσι μια αίσθηση κυνισμού για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Είναι πολύ επικίνδυνο

να χρησιμοποιούνται τα ανθρώπινα δικαιώματα ως εργαλείο για την εξωτερική

πολιτική της Δύσης».

Όσο για τη συζήτηση περί «ειδικών τεχνικών ανάκρισης» που έχει ανοίξει μετά το

Γκουαντάναμο, η Χαν τονίζει ότι «η Αμερική παραβιάζει τους νόμους. Οι ειδικές

τεχνικές ανάκρισης δεν είναι παρά βασανιστήρια. Μόνο που τώρα οι ΗΠΑ δίνουν

πρόσχημα και στη Ρωσία και στην Κίνα να χρησιμοποιούν αυτές τις μεθόδους.

Βέβαια, υπάρχει αντίσταση. Η αμερικανική Γερουσία δεν επέτρεψε στην κυβέρνηση

να ακυρώσει τη Συνθήκη της Γενεύης και τα βρετανικά δικαστήρια πήραν απόφαση

εναντίον της κυβέρνησης, που ήθελε να κρατά χωρίς δίκη υπόπτους για

τρομοκρατία. Η αντίσταση έχει αποτέλεσμα, αλλά πρέπει να τη συνεχίσουμε».

«Έχω ζήσει τον πόλεμο»

Η Χαν γεννήθηκε το 1956 από εύπορη οικογένεια στο αναπτυσσόμενο και

βασανισμένο από τον εμφύλιο πόλεμο Μπανγκλαντές, που τότε κέρδισε την

ανεξαρτησία του από το Πακιστάν. Κατέφυγε ως πρόσφυγας σε σχολείο της Βόρειας

Ιρλανδίας, σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ και ύστερα στο

Χάρβαρντ. Προτού αναλάβει επικεφαλής της Διεθνούς Αμνηστίας, υπηρέτησε από

διάφορες θέσεις στην Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. Ως γενική

γραμματέας, άλλαξε τον τρόπο αντίδρασης της Διεθνούς Αμνηστίας σε περιόδους

κρίσης, ηγούμενη αποστολών στο Πακιστάν, το Ισραήλ, τη Δυτική Όχθη και τη

Λωρίδα της Γάζας. «Έζησα τον πόλεμο από μικρή και είδα πόσο είχαν βοηθήσει τα

ακτιβιστικά κινήματα. Έτσι αποφάσισα να σπουδάσω Νομικά για να μπορώ να

βοηθήσω τον κόσμο. Υπάρχουν στιγμές που κουράζομαι, αλλά δεν θα μπορούσα να

κάνω κάτι άλλο», λέει.

«Έρχεται η ώρα της απάθειας»

«Η Ευρώπη είναι η δύναμη που μπορεί να ενισχύσει τον τομέα των ανθρωπίνων

δικαιωμάτων», πιστεύει η Χαν. «Μπορεί να επεκτείνει μια ατζέντα δικαιωμάτων

και πέρα από τα σύνορά της. Οι στρατιωτικές επεμβάσεις δεν είναι η απάντηση.

Το είδαμε στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Αυτή η εμμονή στη στρατιωτική επέμβαση

και μετά κατευθείαν στις κάλπες για εκλογές, είναι λάθος. Οι εκλογές δεν λένε

τίποτα. Χρειάζονται θεσμοί που θα βασίζονται στο γράμμα του νόμου, ισχυρά

μίντια, κυβερνητική ευθύνη. Αν δεν επενδύσουμε σε αυτά, δεν θα υπάρξει

σταθερότητα. Η Ευρώπη μπορεί να το κάνει αυτό, γιατί έζησε δύο Παγκοσμίους

Πολέμους και ύστερα οικοδόμησε ανθεκτικούς θεσμούς για την προστασία των

ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

Ο μεγαλύτερος φόβος της είναι «η απάθεια». «Φοβάμαι πολύ πως θα έρθει η ημέρα

της απάθειας. Όλοι ζούμε καλά και συχνά δεν μας νοιάζει τι γίνεται έξω από

εμάς. Είμαστε μια γενιά προνομιούχων, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχουμε

ευθύνη απέναντι στους άλλους. Σας θυμίζω ως παράδειγμα ότι κατά τη διάρκεια

της χούντας η Διεθνής Αμνηστία δούλεψε πάρα πολύ για τους πολιτικούς

κρατούμενους εδώ». Κατά τις συναντήσεις της πάντως με τον Έλληνα υπουργό

Εσωτερικών και αρμόδιους φορείς του υπουργείου Δημόσιας Τάξης, διαπίστωσε

πρόβλημα κυρίως με «την πρόσβαση των προσφύγων στις σχετικές με την αίτηση

ασύλου διαδικασίες».