Είδαν τανκς στους δρόμους για πρώτη φορά εδώ και 15 χρόνια. Είδαν έναν

μουσουλμάνο στρατηγό να αναλαμβάνει πραξικοπηματικά τη διακυβέρνηση ενός

έθνους βουδιστών, να απαγορεύει τις συναθροίσεις και να επιβάλλει «συσκότιση»

στα ΜΜΕ. Ο τουρισμός κινδυνεύει, το ίδιο και η οικονομία. Εντούτοις, οκτώ

στους δέκα Ταϊλανδούς στηρίζουν τους πραξικοπηματίες. Πώς γίνεται;

Ένα λουλούδι για «ευχαριστώ» στον πραξικοπηματία φαντάρο. Στην ένθετη

φωτογραφία ο στρατηγός Σόντι Μπουνιαρατγκλίν, που δήλωσε πως θα επιλέξει έναν

νέο πρωθυπουργό «που θα αγαπά τη δημοκρατία και τη συνταγματική μοναρχία»

εντός δύο εβδομάδων

Έχουν περάσει δύο εικοσιτετράωρα από την εκδήλωση του στρατιωτικού

πραξικοπήματος που έπιασε στον «ύπνο» (στη Νέα Υόρκη όπου είχε μεταβεί για τη

Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ) τον Ταϊλανδό πρωθυπουργό Θακσίν Σιναουάτρα. Η

χθεσινή ημέρα είχε κηρυχθεί στην Ταϊλάνδη εθνική εορτή· αυτή ήταν όμως απλώς η

«βιτρίνα» του στρατιωτικού νόμου. Ο επικεφαλής των πραξικοπηματιών, ο

μουσουλμάνος στρατηγός Σόντι Μπουνιαρατγκλίν, που είχε διοριστεί αρχηγός των

ενόπλων δυνάμεων από τον ίδιο τον Σιναουάτρα πριν από έναν χρόνο, δήλωσε πως

θα επιλέξει έναν νέο πρωθυπουργό «που θα αγαπά τη δημοκρατία και τη

συνταγματική μοναρχία» εντός δύο εβδομάδων· η νέα κυβέρνηση – πρόσθεσε – θα

συστήσει ειδική επιτροπή που θα καταρτίσει νέο σύνταγμα το οποίο θα τεθεί σε

δημοψήφισμα. Κατόπιν αυτού, σε περίπου έναν χρόνο, θα γίνουν νέες εκλογές.

Υπόσχεση

Παρόμοια υπόσχεση όμως είχε δώσει το 1991 και ο προηγούμενος

αρχιπραξικοπηματίας της Ταϊλάνδης (στη χώρα έχουν γίνει 18 πραξικοπήματα από

το 1932, όταν εγκαθιδρύθηκε συνταγματική μοναρχία), στρατηγός Κραπραγιούν. Δεν

την τήρησε. Σύσσωμη η διεθνής κοινότητα εκφράζει την ανησυχία της για τα όσα

συμβαίνουν στην Ταϊλάνδη και συνιστά στους ξένους πολίτες που βρίσκονται εκεί

μεγάλη προσοχή. Σε μια χώρα όπου ο τουρισμός αποφέρει 12 δισ. δολάρια ετησίως

και η οποία μόλις είχε αρχίσει να ανακάμπτει μετά το καταστροφικό τσουνάμι του

Δεκεμβρίου του 2004, οι αναλυτές προβλέπουν – δυσοίωνα – μείωση των ξένων

τουριστών έως και κατά 30%. Αλλά η δημοσκόπηση ήταν σαφής. Το 83,98% των

Ταϊλανδών στηρίζουν τους πραξικοπηματίες, με το επιχείρημα πως η κίνηση αυτή

εκτόνωσε τη συσσωρευμένη πολιτική ένταση.

Ο βασιλιάς

Όπως φαίνεται, ο έκπτωτος πρωθυπουργός – ένας άνθρωπος που περιγράφεται ως

αλαζονικός, πείσμων και συντηρητικός – τα έβαλε με τον επί εξήντα έτη βασιλέα,

τον Μπουμιμπόλ Αντουλιαντέι, ο οποίος θεωρείται στην Ταϊλάνδη κάτι σαν

ημίθεος, περιγράφεται όμως ως ταπεινός υποστηρικτής των φτωχών – και έχασε.

Από τον περασμένο Απρίλιο, οπότε και ακυρώθηκαν ως μη δημοκρατικές οι εκλογές,

η Ταϊλάνδη τελούσε υπό την προσωρινή διακυβέρνηση του Σιναουάτρα, εν αναμονή

νέων εκλογών.

Η πόλωση ήταν όμως μεγάλη και η πολιτική αστάθεια εντεινόταν. Παρότι ο

Ταϊλανδός βασιλιάς δεν έχει πει λέξη τις τελευταίες δύο ημέρες, είναι σαφές

ότι στηρίζει τους πραξικοπηματίες· και αυτό είναι αρκετό για να τους στηρίξει

και ο λαός – ή τουλάχιστον να τους δώσει περίοδο χάριτος.


ΘΑΚΣΙΝ ΣΙΝΑΟΥΑΤΡΑ

Ο «Ταϊλανδός Μπερλουσκόνι»

Ο έκπτωτος πρωθυπουργός της Ταϊλάνδης Θάκσιν Σιναουάτρα

ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΩΝΥΜΙΟ «Ταϊλανδός Μπερλουσκόνι» συνήθιζαν να αναφέρονται οι

Δυτικοί διπλωμάτες στον έκπτωτο πρωθυπουργό της Ταϊλάνδης. Όχι μόνο διότι

είναι και αυτός πάμπλουτος ούτε διότι δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον

τομέα των τηλεπικοινωνιών, που είναι παρεμφερής με εκείνον των ΜΜΕ – πεδίο

δράσης του Ιταλού πρώην πρωθυπουργού. Οι δύο άνδρες δείχνουν να μοιράζονται

αρκετά ακόμα χαρακτηριστικά: αλαζονεία, λαϊκισμός και τάση να θέτουν την

εξουσία στην υπηρεσία του ίδιου συμφέροντος.

Ο 57χρονος Σιναουάτρα ξεκίνησε ως αστυνομικός. Παράλληλα, πήρε μεταπτυχιακό

στο Ποινικό Δίκαιο από Πανεπιστήμιο στο Τέξας. Το 1987, παραιτήθηκε από την

αστυνομία και ίδρυσε εταιρεία μάρκετινγκ λογισμικού. Μπήκε στην πολιτική το

1994, ίδρυσε δικό του κόμμα, το Τάι Ρακ Τάι (Οι Ταϊλανδοί αγαπούν τους

Ταϊλανδούς) το 1998 και στις εκλογές του 2001 εξασφάλισε απόλυτη πλειοψηφία –

πρωτοφανές για την Ταϊλάνδη. Ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ των φτωχών

αγροτών, αλλά το πείσμα, η τραχύτητα και η μεγάλη περιουσία του γρήγορα

δίχασαν τον λαό. Καταγγελίες για διαφθορά και νεποτισμό ακούγονταν καιρό. Η

σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει έπεσε τον περασμένο Ιανουάριο, όταν

η οικογένεια Σιναουάτρα πούλησε σε εταιρεία της Σιγκαπούρης το μερίδιό της

(49,6%) σε μία από τις μεγαλύτερες ταϊλανδικές εταιρείες τηλεπικοινωνιών

έναντι 1,9 δισ. δολαρίων – για τα οποία δεν πλήρωσε κανένα φόρο.