Τώρα που άνοιξαν τα σχολεία, πού μας χάνεις, πού μας βρίσκεις, σε μια ουρά

είμαστε, και περιμένουμε να πληρώσουμε. Το ‘χει μάθει και η μικρή το παραμύθι

«μαγαζιά» και πετάει την σκούφια της να έρθει μαζί, όχι μόνο για να διαλέξει

κασετίνες και μυρωδάτες γόμες, αλλά γιατί όλο και κάποιο πονηρό κουκλάκι θα

πέσει κατά λάθος στο καλάθι της νοικοκυράς. Τα ρούχα είναι ρούχα, δεν είναι

παιχνίδια. Και τα σχολικά είναι ωραία (δεν λέει) αλλά, το παραπανήσιο

κουκλάκι, που όταν το αγγίζει θα ανοίγει επικοινωνία με τη χώρα των θαυμάτων,

αυτό δεν μπαίνει στη ζυγαριά ούτε συγκρίνεται με την στρατιά των προκατόχων

του που αφού επιτέλεσαν το έργο τους, τώρα είναι ένα συνονθύλευμα από

ξεμαλλιασμένα κεφάλια. Το ‘χω σταματήσει το κήρυγμα. Έτσι κι αλλιώς η νίκη

είναι στο χέρι της. Ώρες ώρες μάλιστα σκέφτομαι εκείνα τα «ηθικοπλαστικά» περί

φτωχών παιδιών που ενώ εκείνα τα καημένα δεν έχουν τίποτα, εμείς αγοράζουμε το

356ο παιχνιδάκι και μειδιώ με την αφέλειά μας. Αν εξαιρέσουμε τη δεδομένη

πονηριά και την ικανότητά τους να «χειρίζονται» τους μεγάλους – όπως άλλωστε

κάναμε όλοι μας – όταν ένα παιδί θέλει, είναι όλο του το θέλω εκεί, καθαρό,

συμπαγές, πολύ σημαντικό για ‘κείνο, γι’ αυτό και έχει τη φόρα καταρράχτη όταν

ζητάει. Θέλω σημαίνει «θέλω τώρα» κι όταν το έχω αυτό που θέλω, ρουφώ όλο το

μέλι της στιγμής, χαίρομαι με κάθε μόριο της ψυχής, γιατί είναι απλή η χαρά (ή

η λύπη), είναι ολόκληρη εκεί χωρίς σκιές, χωρίς παρελθόν – αφού ο μόνος χρόνος

που υπάρχει είναι ο ενεστώτας.

Έτσι συμβαίνει κι όταν παίζουν: ένα ασήμαντο κουκλάκι στο ένα χέρι και μια

κάλτσα στο άλλο μπορεί να γυρίσουν τη γη μέσα σε δευτερόλεπτα, και το παίζουν

τόσο σοβαρά, τόσο αληθινά τούτο το «θέατρο», όσο και όταν επανέρχονται στο

«πραγματικό», των μεγάλων. Ίσως να είναι αυτό τελικά που αδρανοποιεί τις

αντιστάσεις μου όταν φτάνω στο ταμείο: Μ’ αρέσει να βλέπω τη μικρή να παίρνει

ύφος σοβαρό, να ανεβοκατεβαίνει χαράδρες, να πηγαίνει στο φεγγάρι, ή να κάνει

τη νοσοκόμα. Και το επόμενο δευτερόλεπτο να σηκώνεται με κάθε φυσικότητα και

να ρωτάει «τι φαΐ έχει σήμερα;». Αχ, αυτός ο ενεστώτας…