Η κυβέρνηση έχει διαβλέψει σωστά πως το μεγάλο παιχνίδι νομιμοποίησης και

αποδοχής της πολιτικής της θα παιχτεί γύρω από το δίπολο οικονομία και

παιδεία. Το πρώτο, γιατί αφορά τους ασφυκτικούς όρους διαβίωσης των

εργαζομένων, το δεύτερο, γιατί σχετίζεται έμμεσα με το μισό του πληθυσμού

(γονείς, μαθητές, φοιτητές, εκπαιδευτικούς) και βεβαίως γιατί ο περσινός

Ιούνιος δίδαξε πολλά σε όλους.

Η υπουργός Παιδείας βρέθηκε πρόσφατα στο επίκεντρο μίας σφοδρής και μαζικής

δίνης και αναγκάζεται σήμερα να ελίσσεται προσπαθώντας να βρει διέξοδο για να

αποφύγει τη θύελλα που έρχεται. Τα κυβερνητικά επιτελεία καταλαβαίνουν ότι

υπάρχουν οι υλικοί όροι για να «γεμίσουν οι δρόμοι» και να φτάσει η

διαμαρτυρία στο κρίσιμο μέγεθος των μαθητών οι οποίοι παρέμειναν ως τώρα έξω

από τις περσινές κινητοποιήσεις.

Έτσι, στο πλαίσιο μιας συγχορδίας εναρμονισμένων ελιγμών η κυβέρνηση

αναπροσάρμοσε το πόρισμα του ΕΣΥΠ λειαίνοντας ορισμένες άκρες του και

προσπάθησε να διασπάσει το μέτωπο στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση με τρεις

«διορθωτικές» κινήσεις.

Πρώτον, υποσχέθηκε στον αδύναμο κρίκο των καθηγητών στα ΤΕΙ περισσότερη

αυτονομία και καλύτερη χρηματοδότηση χαϊδεύοντας τα αυτιά των κατώτερων

εκπαιδευτικών στα ΑΕΙ – ΤΕΙ. Ήδη η Ομοσπονδία ΟΣΕΠ – ΤΕΙ που σέρνονταν όλο το

χρόνο πίσω από το εκπαιδευτικό κίνημα αποδέχεται το πλαίσιο διαλόγου και μαζί

και τις αυταπάτες.

Δεύτερον, οργανώνει έναν αργόσυρτο διάλογο στον οποίο δίνει χώρο στο

«συντονιστικό των καταλήψεων» αλλά και στις φοιτητικές παρατάξεις όχι για να

βρεθεί η λύση αλλά επιδιώκοντας να βγάλει στην επιφάνεια τις ενδοπαραταξιακές

αντιθέσεις και να αποδυναμώσει τη «σφιχτή» εικόνα των κινητοποιήσεων.

Τρίτον, άρχισε τους γνωστούς ψιθύρους για επικείμενη «οικονομική αναβάθμιση

της εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών», παραπέμποντας, βεβαίως, στις γνωστές

ελληνικές καλένδες.

Την ίδια, όμως, ώρα, χωρίς χρονοτριβή και στο πλαίσιο ενός στρατηγικού σχεδίου

συντηρητικής αναδιάρθρωσης της εκπαίδευσης, προχωρά το «χειρουργικό σοκ».

Θεμελιώνει κάθετα από τις κατώτερες ώς τις ανώτερες βαθμίδες μία τριπλή ροή

μαθητικού – σπουδαστικού πληθυσμού φτιάχνοντας τους δρόμους που οδηγούν στη

φτηνή κατάρτιση για τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Με την καθιέρωση – επέκταση του

ανισότιμου σχολικού δικτύου (Ενιαίο Λύκειο- ΕΠΑΛ – ΕΠΑΣ) επιχειρεί να κατέβει

η κατάρτιση σε μικρότερες ηλικίες και να δοθεί στους ιδιώτες. Μεταφέρει, με

μεγαλύτερη από κάθε άλλη φορά ένταση, το κόστος των εκπαιδευτικών λειτουργιών

από το κράτος και την κρατική μέριμνα στους εργαζόμενους (βιβλία,

φροντιστήρια, σίτιση, στέγαση, συγγράμματα). Περιορίζει τα φοιτητικά

δικαιώματα (άσυλο – αρχαιρεσίες) σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση κάθε

δημοκρατικού δικαιώματος (π.χ. διαδηλώσεις).

Παράλληλα στρώνει το έδαφος για τη χαριστική βολή στα τελευταία κομμάτια της

δημόσιας εκπαίδευσης που παραμένουν ορθά με τις αλλαγές που επιδιώκει στο

Σύνταγμα και ειδικότερα για το άρθρο 16. Στο σημείο αυτό το βασικό όπλο των

«μεταρρυθμιστών», που διαπερνούν και τα δυο μεγάλα κόμματα, ενισχύεται με το

παράγωγο της περίφημης αποκέντρωσης, δηλαδή, την αυτοδιοίκηση –

αυτοχρηματοδότηση.

Πάνω σ’ αυτή την «ταξική οροφή» σταδιοδρομούν και οι πρόσφατες εξελίξεις για

την περίφημη «βάση του 10» και τα κλεισίματα των 61 ΤΕΕ στη χώρα. Ο

αποκλεισμός από τα ΤΕΙ (κυρίως) χιλιάδων αποφοίτων Λυκείων δεν αφορά την

ανάπτυξη της περιφέρειας και τις γνωστές ήδη προεκλογικές «αερολογίες» πολλών

τοπικών φορέων και νομαρχών που περιμένουν τις πόλεις να ανθήσουν από το

φοιτητικό ενοίκιο και την εσωτερική μετανάστευση.

Η άνοδος του μορφωτικού επιπέδου του λαού μας και η οικονομική ανάπτυξη της

υπαίθρου και των ημιαστικών και αστικών κέντρων δεν επιτυγχάνεται από τα

διάσπαρτα ΤΕΙ που οδηγούν στην ανεργία και τα οποία «κτίστηκαν σε

αντικατάσταση των στρατοπέδων». Τα ΤΕΕ που κλείνει σήμερα η κυβέρνηση για να

σπρώξει ένα μεγάλο τμήμα του μαθητικού πληθυσμού στις αδιέξοδες ΕΠΑΣ και στη

στενή κατάρτιση είναι κομμάτι μιας ταξικής επιλεκτικής πολιτικής και μόνον

«ενιαία», δηλαδή κάτω από τους στόχους για ένα δημόσιο δωρεάν σχολείο που θα

μορφώνει, μπορεί να αντιμετωπιστεί.

Στο πλαίσιο αυτό είναι κατανοητό γιατί η νέα σχολική χρονιά βρίσκει τον

εκπαιδευτικό κόσμο σε αναβρασμό, από τους δάσκαλους του δημοτικού σχολείου

μέχρι τους φοιτητές και τους πανεπιστημιακούς. Αναμφίβολα υπάρχουν και

δυσκολίες οι οποίες σχετίζονται με την προεκλογική περίοδο, το ότι ο

Σεπτέμβριος βρίσκεται στο κέντρο της εξεταστικής περιόδου των φοιτητών –

σπουδαστών και βεβαίως με το γεγονός πως τα αντανακλαστικά του συνδικαλιστικού

κινήματος δεν βρίσκονται στο «ύψος των αναγκών». Ωστόσο είναι φανερό ότι στη

νέα χρονιά, που έκανε ήδη το ντεμπούτο της, η εκπαίδευση θα έχει την

«τιμητική» της.