Ένα βουνό βαλίτσες πάνω στη σχάρα του γιωταχί κι από πίσω κρεμασμένα τα

παιδικά ποδήλατα. Επιστρέφουν τα αντικείμενα της εκπαίδευσης στην έδρα τους,

μαυρισμένα και ξεκούραστα, με μαλλιά προσκαίρως ξανθά. Φυσάει πολύ, αλλά η

λαμαρίνα δεν είναι ιστιοφόρο, να χάσει τον δρόμο της και να ανακαλύψει κάποια

νέα ήπειρο, κανένα ακατοίκητο νησί. Τους οδηγεί σταθερά στο σπίτι, στο

διαμέρισμα, στον περιορισμένο ορίζοντα της πόλης, στο δωμάτιο που θα γεμίσει

σε λίγο μαθητικά βιβλία. Τα παιδιά δεν μελαγχολούν, χαίρονται που μεγαλώνουν.

Ανυποψίαστο είδος τα παιδιά, αδιόρθωτο. Το φθινόπωρο θα ήταν πολύ γλυκό αν δεν

είχαν στήσει χορό τα μελτέμια, που του δίνουν μια αίσθηση σπατάλης ενέργειας.

Σαν τα παιδιά και τα μελτέμια, υπερκινητικά. Θα μπορούσαν να κινήσουν στόλους

ιστιοφόρων, αλλά δεν υπάρχουν πια. Και τα παιδιά θα μπορούσαν να τρέξουν την

ίδια διαδρομή που κάνει το αυτοκίνητο με τα πόδια τους, αλλά το μόνο που

πρέπει να κάνουν είναι να συγκεντρωθούν και να ταχτοποιήσουν το δωμάτιό τους.

Κάποιο λάθος υπάρχει στο σύστημα, όμως δεν είναι εποχή για κριτικές. Κάτω από

το σπίτι θα έχουν πιαστεί και οι τελευταίες θέσεις παρκαρίσματος. Επέστρεψαν

όλοι, τέλειωσαν τα αστεία.

Στο βάθος του δρόμου ο ουρανός παίρνει ένα πολύ διάφανο χρώμα πριν

σκοτεινιάσει. Πολύ ρομαντικό, πολύ τιρκουάζ. Η μαμά σχεδόν δακρύζει, από αύριο

τα παιδιά δεν θα βλέπουν χρώματα στον ουρανό, θα πρέπει τέτοια ώρα να

μελετάνε. Κοιτάξτε τον ουρανό τους λέει, γυρίζοντας πίσω, και τα βλέπει

προσηλωμένα στις μικρές οθόνες των κινητών. Αλλάζει εντελώς συναισθήματα η

μαμά τότε. Άντε να πάτε σχολείο σκέφτεται, άντε γιατί δεν την αντέχω άλλο αυτή

την καταβύθιση στην οθόνη. Άντε να ζοριστείτε λίγο λοιπόν, να δούμε τι θα

γίνει και μ’ εσάς…