ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ κοινό αρχίζει να προσέχει τις εγχώριες ταινίες; Όλο

και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια ελληνικές ταινίες κάνουν εισπρακτικό μπαμ

στα ταμεία, με αποκορύφωμα την περσινή «Λούφα και παραλλαγή, σειρήνες στο

Αιγαίο» των 1.500.000 θεατών! «Όσο πιο εθνικό ένα καλλιτεχνικό έργο τόσο πιο

διεθνές» είχε πει παλιότερα ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Και σε πρόσφατη συνέντευξη

στα «ΝΕΑ» ο Βασίλης Βαφέας υποστήριξε ότι: «Τώρα που υπάρχει κοινωνική κρίση,

οι άνθρωποι αναζητούν μια σταθερή σχέση με το παρελθόν τους ή τις ντόπιες

αξίες τους, γι’ αυτό και ο κόσμος σήμερα πλησιάζει όλο και περισσότερο τα

πνευματικά έργα του τόπου μας». Χρειάστηκε, βέβαια, να ζήσει το ελληνικό

σινεμά τα πέτρινα χρόνια του (δεκαετία 1986-1996), όπου δεν πατούσε ψυχή στις

αίθουσες. Τι έγινε, λοιπόν, ξαφνικά; Έμαθαν οι Έλληνες σκηνοθέτες να κάνουν

σινεμά; Γυρίστηκαν κάποια αριστουργηματικά φιλμ; Οι σινεφίλ ανακάλυψαν την

αξία της εγχώριας παραγωγής; Τίποτα απ’ όλα αυτά. Οι αιτίες είναι πιο

σύνθετες. Αφού μετά τη μεταπολίτευση του ’74 αναβαπτίστηκε η ελληνική κοινωνία

και πέρασε μια 25ετία «εξευρωπαϊσμού» της και «φτυσίματος» κάθε εθνικού

προϊόντος, άρχισε να επανεκτιμά τις ρίζες της. Να στηρίζει, να πιστεύει πολλά

δικά της προϊόντα – είτε υλικά, είτε πνευματικά. Και στην περίπτωση του

κινηματογράφου, η αναγνώριση καθημερινών προβλημάτων στις ελληνικές ταινίες με

λαλιά ελληνική, «δική μας», φέρνει μιαν άνοιξη για τον εγχώριο κινηματογράφο.

Πολύ πιο σύνθετη και ανταγωνιστική από την εποχή του παλιού ελληνικού

κινηματογράφου της δεκαετίας του ’60 όπου όλο το πεδίο μάχης ήταν μόνο δικό

του, αφού δεν υπήρχε ούτε TV ούτε και πολλές άλλες μορφές διασκέδασης. Τώρα,

καλό είναι να εκτιμήσουν αυτή την άνοιξη οι Έλληνες σκηνοθέτες, οι άνθρωποι

του κινηματογράφου και το υπουργείο Πολιτισμού μέσω του Ελληνικού Κέντρου

Κινηματογράφου. Όσον αφορά τους πρώτους, η θεματολογία πολλών νέων ταινιών που

θα δούμε τον ερχόμενο χειμώνα δείχνει ότι έχουν πάρει το μήνυμα. Η πολιτεία; Ο

υπουργός Πολιτισμού, λέει, πως «ο δημιουργός θα είναι σε πρώτο πλάνο». Αυτό

μπορεί να είναι ωραίο τσιτάτο, αλλά θέλει δουλειά, πολλή δουλειά, για να

αποδώσει καρπούς και να μη μείνει μόνο στα λόγια.