Ήρθε προ ημερών η είδηση πως σ’ ένα σχολείο λίγο έξω από το Λονδίνο εντάχθηκε

στο πρόγραμμα διδασκαλίας και ένα μάθημα για την ευτυχία. Μία φορά την

εβδομάδα, έφηβοι 14-16 χρόνων θα ακούνε από τους δασκάλους τους «πώς θα

επιτυγχάνουν την ψυχική ισορροπία» και «πώς θα αλληλεπιδρούν σωστά με τους

άλλους». Ώστε αυτό έλειπε από τη διδακτέα ύλη! Ασκήσεις πάνω στην «ισορροπία»,

τεστ για την «αλληλεπίδραση».

H ιδέα θεωρήθηκε ενδιαφέρουσα. Πιθανόν να εισαχθεί σύντομα και στη χώρα μας,

όπως εισάγονται και τα διάφορα ηρεμιστικά χάπια. Τι άραγε οδήγησε στην

παρασκευή αυτής της συνταγής; Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, την

αφορμή έδωσε η διαπίστωση – βασισμένη σε σχετικές έρευνες – πως οι τρέχουσες

επιδιώξεις των νέων (η απόκτηση χρημάτων, υλικών αγαθών και η είσοδος στη

δημοσιότητα) τους θέτουν από πολύ νωρίς σε μια τροχιά γεμάτη αναστατώσεις και

διαψεύσεις. Δεν είναι αυτό η ευτυχία, τους λένε στο σχολείο. Είναι το να

ισορροπούν ανάμεσα στο τι θέλουν και τι μπορούν να πάρουν. Χρειάζεται επίσης

να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους το γεγονός ότι οι επιθυμίες τους περνούν

αναγκαστικά από την ανοχή ή την έγκριση των άλλων.

Με δυο λόγια, προσπαθούν να μάθουν στα παιδιά τη διαπραγμάτευση. Τέτοιος

φτωχός και συμβιβαστικός ορισμός της ευτυχίας μόνο από μια εποχή μικρεμπορίου

θα μπορούσε να βγει. Συνιστούν στους αρχάριους οδοιπόρους τον διστακτικό

βηματισμό, τους εξηγούν πως ανά πάσα στιγμή είναι δυνατόν η απόρριψη να τους

χτυπήσει κατακέφαλα. Έτσι η πορεία αρχίζει μ’ ένα μούδιασμα. Αντίθετα, αν μέσα

στα ίδια τα σχολεία υποστηριζόταν με ζήλο η εργασία δασκάλων και μαθητών, η

δειλία θα υποχωρούσε. Τότε η γνώση θα γεννούσε τη δική της χαρά, αυτήν που

ό,τι και να της τύχει το αντέχει και το ξεπερνά.

Εκεί βρίσκεται το πρόβλημα. Στο ότι καθώς το σχολείο παύει να πιστεύει στη

δύναμή του, μεταφέρει στους μαθητές μια λιπόψυχη στάση εντελώς αφύσικη για την

ηλικία τους. Δεν φέρνουν ευτυχία τα υλικά αγαθά, τους λένε, αλλά μ’ έναν τρόπο

που δεν πείθει αφού δεν αντιπροτείνει κάτι ριζικά διαφορετικό. Και το παράδοξο

είναι πως ακριβώς αυτό το διαφορετικό βρίσκεται μπροστά τους, πλανιέται

ανάμεσα στον πίνακα και τα θρανία. Είναι η λανθάνουσα όρεξη για διερεύνηση του

κόσμου. Ένα εύφλεκτο αέριο που ανάβει κάθε φορά που ακούγεται μέσα στην τάξη

μια εύστοχη παρατήρηση, μια διεισδυτική απορία.

Δεν έχει καμιά σχέση αυτό με όσα συνήθως προτείνονται στους μαθητές. Διάβασμα

αυτών που πρέπει, μεθοδική προετοιμασία για τις εξετάσεις. Με αυτές τις

νουθεσίες έφθασε η εκπαίδευση να εξισώνεται μ’ ένα εργαλείο, κι αυτό το

εργαλείο να σκουριάζει πιο γρήγορα απ’ ό,τι περίμεναν τόσο οι κατασκευαστές

όσο και οι χρήστες του. Ενώ θα μπορούσε να δοθεί μεγαλύτερο περιθώριο στην

αναζήτηση. Το απαιτεί η νεότητα αυτό το ρίσκο και αυτή τη μέθη τού να ψάχνεις,

ξεχνώντας από πού ξεκίνησες. H φάση του πειραματισμού της ύπαρξης. Σήμερα,

συμβουλεύουν την κατάργηση αυτής της εκκρεμότητας και το πέρασμα απ’ ευθείας

στην «προσαρμογή».

H νεολαία όμως υποφέρει από την έλλειψη και της παραμικρής περιπέτειας.

Στερείται της ευκαιρίας να ξεφύγει από τις διαφημίσεις που την κολακεύουν, από

τις οδηγίες για την «έξυπνη» συμπεριφορά και τη γρήγορη ανάδειξη, να ξεφύγει

και να καταλάβει τι συμβαίνει γύρω της. Ποιος θα τολμήσει να πει στους

νεώτερους ότι όταν καταλαβαίνουν τον κόσμο, αντί να τον χειρίζονται απλώς,

παίρνουν την καλύτερη γεύση του; Ας δαγκώσουν λοιπόν το μήλο κι ας πουν αν

είναι ξινό, στυφό, μισοσάπιο ή γλυκό. Κάθε γεύση είναι ιδιαίτερη και καμιά

άχρηστη. Αρκεί να ξέρουν να βρίσκουν νόημα στο να τις δοκιμάζουν, να μην τις

αποφεύγουν και ακόμη, φτύνοντας το κουκούτσι, να δέχονται τις αποτυχίες ως

πρόκληση.

Το γεγονός ότι σπάνια στις μέρες μας οι νέοι διεγείρονται από προκλήσεις, τους

κάνει κατά βάθος να ντρέπονται. Δεν είναι φυσικά δικό τους το φταίξιμο που η

ζωή τους παρουσιάζεται έτσι πλαδαρή και βαρετή παρά τα χίλια χρώματά της. Κι

όσο φροντιστήριο και να τους κάνουν για το πώς θα ξετυλίγουν το πολύχρωμο

πακέτο, πάλι θα πλήττουν. Ένα προαίσθημα τούς ειδοποιεί για το χειρότερο: πως

μέσα στο κουτί υπάρχει ένα μήλο από σκέτη φλούδα. Εδώ και καιρό η σάρκα του

έχει φαγωθεί.

Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο

Πανεπιστήμιο Αθηνών.