Παρά τις αντίθετες εκτιμήσεις παραγόντων της αγοράς αλλά και οικονομικών

αναλυτών, οι οποίες κάνουν λόγο για πτώση τιμών των ακινήτων από φέτος, οι

τράπεζες προβλέπουν – η μία μετά την άλλη – ότι η ζήτηση για στεγαστικά δάνεια

θα παραμείνει έντονη το 2006 και στις εκτιμήσεις τους κάνουν λόγο για ρυθμό

αύξησης 20%. Ο ρυθμός αυτός – αν και μικρότερος από το 30% του 2005 – είναι,

σύμφωνα με τις προβλέψεις των τραπεζιτών, ικανός για να συντηρήσει και φέτος

«ζεστή» την κτηματαγορά.

Το κυριότερο επιχείρημα που επικαλούνται οι τραπεζίτες για την αύξηση της

ζήτησης είναι το γεγονός πως παρ’ ότι η αγορά ακινήτων έχει αυξηθεί σημαντικά

την τελευταία πενταετία, η πλειονότητα των Ελλήνων εξακολουθεί να διαμένει σε

σπίτια μεγάλης ηλικίας. Σύμφωνα με έρευνα της Eurobank που παρουσιάστηκε χθες,

έξι στους δέκα Έλληνες έχουν αγοράσει το ακίνητό τους πριν από το 1980

(δηλαδή, μένουν σε κατοικίες που έχουν δοκιμαστεί στους σεισμούς του 1981 και

του 1999…)

Δεύτερος λόγος για τη διατήρηση της ζήτησης σε υψηλά επίπεδα τα επόμενα

χρόνια, σύμφωνα με τις τράπεζες, είναι ότι τα ακίνητα στα οποία κατοικούν οι

Έλληνες, εκτός από παλαιά, είναι και μικρά σε σχέση με τα ακίνητα στη λοιπή

Ευρώπη. Αν και η Ελλάδα κατέχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης

στην Ευρώπη (σύμφωνα με την απογραφή του 2001, φτάνει στο 74%), όπως αναφέρει

στην έκθεσή της η Eurobank, οι Έλληνες έχουν από τα μικρότερα σπίτια

πανευρωπαϊκά. Τα τελευταία χρόνια, αν και οι έξι στους δέκα Έλληνες που

αγόρασαν ή έχτισαν δικό τους σπίτι αύξησαν το μέγεθος της κατοικίας τους, η

επιφάνεια του μέσου σπιτιού παραμένει στα 85 τ.μ. Με βάση στοιχεία της

Eurostat, στον μέσο Έλληνα αναλογούν περίπου… 1,3 δωμάτια (η μικρότερη

αναλογία στην E.E.-15).

Επιτόκια, εργένηδες, μετανάστες

Όσον αφορά τις επιπτώσεις που θα προκαλέσει στη ζήτηση για αγορά κατοικιών η

επικείμενη άνοδος των επιτοκίων στα στεγαστικά δάνεια, για την οποία πολύς

λόγος έχει γίνει τελευταία, οι τράπεζες θεωρούν ότι οι αυξήσεις από την

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν αναμένεται να ξεπεράσουν τις 50 μονάδες βάσης

τους επόμενους 12 μήνες. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τη Eurobank, η επίδρασή

τους στην ικανότητα αποπληρωμής στεγαστικών δανείων εκ μέρους των νοικοκυριών

θα είναι περιορισμένη.

Δύο παράγοντες που θα συμβάλουν, σύμφωνα με τους τραπεζίτες, στην αυξημένη

ζήτηση για αγορά κατοικίας τα επόμενα χρόνια, είναι ότι αυξάνονται ραγδαία οι

μετανάστες που μετακομίζουν από το νοίκι σε δικό τους σπίτι, αλλά και τα

μονομελή νοικοκυριά (εργένηδες, φοιτητές κ.λπ.). Αποτέλεσμα όλων των

προαναφερθέντων είναι η επόμενη διαπίστωση της έρευνας: Την τελευταία διετία,

παρά τα χαμηλά επιτόκια και τη μεγάλη ζήτηση για απόκτηση νέων σπιτιών, μόνο

5,2% των νοικοκυριών που ρωτήθηκαν φαίνεται να έχει αγοράσει σπίτι. Το ποσοστό

αυτό αναμένεται να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια. Φέτος, 2%-8% των ερωτηθέντων

θεωρεί πιθανό να αγοράσει σπίτι, ποσοστό που αυξάνεται την επόμενη πενταετία

και κυμαίνεται από 4% έως 18%.

«Βλέπουν» άνοδο 5%-30% ετησίως

Τα νοικοκυριά ερωτήθηκαν, επίσης, κατά την έρευνα της Eurobank, τι πιστεύουν

σχετικά με την πορεία τιμών των ακινήτων το επόμενο διάστημα. Οκτώ στα δέκα

απάντησαν ότι αναμένουν άνοδο τιμών των ακινήτων στην περιοχή τους τους

επόμενους 12 μήνες, σε ποσοστά από 5% μέχρι και 30%! Επίσης, επτά στα δέκα

θεωρούν ότι η άνοδος των τιμών θα συνεχισθεί και την επόμενη πενταετία. Οι

απαντήσεις αυτές έρχονται σε πλήρη αντίθεση με όσες εκτιμήσεις παραγόντων της

αγοράς κάνουν λόγο για μείωση των τιμών το αμέσως επόμενο διάστημα, επειδή

έχουν γίνει πλέον απλησίαστες, διότι θα υπάρξει φυσιολογικός κορεσμός της

ζήτησης, καθώς και λόγω της ανόδου των επιτοκίων. Παρά την κατακόρυφη αύξηση

της ζήτησης πέρυσι, όταν όλοι έσπευσαν να αγοράσουν σπίτι για να αποφύγουν τα

νέα φορολογικά μέτρα, οι αναλυτές της Τράπεζας εκτιμούν ότι η ζήτηση για νέες

κατοικίες θα αυξηθεί με υψηλότερους ρυθμούς.

Δεν πωλούν τα ακίνητά τους

H Τράπεζα εκτιμά ότι ακόμη και σε περίπτωση υποχώρησης των τιμών στα ακίνητα

δεν θα υπάρξουν δευτερογενείς επιπτώσεις στην αγορά. Και αυτό διότι ο Έλληνας

«βλέπει» την αγορά κατοικίας ως μακροπρόθεσμη και όχι ως βραχυπρόθεσμη

επένδυση, όπως για παράδειγμα στη Βρετανία ή τις ΗΠΑ, όπου τα ακίνητα

«αλλάζουν χέρια» με πολύ μεγαλύτερη συχνότητα. Ενδεικτικό είναι ότι, όπως

προκύπτει από την έρευνα, μόνο ένας στους δέκα ιδιοκτήτες που αναμένουν άνοδο

στις τιμές των ακινήτων σκέπτεται να πωλήσει κάποιο ακίνητό του ως επενδυτική

κίνηση για να αποκομίσει την υπεραξία.

Βέβαια, αυτό οφείλεται, σύμφωνα με την ανάλυση της Τράπεζας, και στον χαμηλό

φόρο κατοχής που επιβάλλεται στην ακίνητη περιουσία. «H επιβολή φόρων στην

ακίνητη περιουσία – ειδικά για τα μικρά ακίνητα που αποτελούν το βασικό

περιουσιακό στοιχείο του μέσου Έλληνα – μπορεί να λειτουργήσει

αποσταθεροποιητικά στην αγορά, καθώς θα οδηγήσει σε πωλήσεις παλαιών ακινήτων

με αρνητικές επιδράσεις στις τιμές».

Αυξάνει ο αριθμός των προς ενοικίαση σπιτιών

Ενδιαφέροντα συμπεράσματα προκύπτουν από την έρευνα της Eurobank και σε ό,τι

αφορά τις προοπτικές των ενοικίων. Περίπου δύο στους τρεις κατόχους κατοικίας

που την αγόρασαν πρόσφατα, «προέρχονται» από το νοίκι, ενώ η ίδια αναλογία

καταγράφεται και ανάμεσα σε όσους δηλώνουν ότι απέκτησαν σπίτι την τελευταία

πενταετία. Αυτό σημαίνει ότι στην αγορά υπάρχει μεγάλος αριθμός ξενοίκιαστων

σπιτιών, ο οποίος μάλιστα συνεχώς αυξάνεται.

Είναι ακίνητα μεσαίας αλλά και – κυρίως – μεγάλης επιφάνειας, από 100 τ.μ. και

άνω, ηλικίας συνήθως άνω των 10 ετών, και λόγω της μεγάλης προσφοράς οι τιμές

ενοικίασης είναι αρκετά «διαπραγματεύσιμες». Δεν συμβαίνει, βέβαια, το ίδιο

στα λιγοστά μικρά προς ενοικίαση διαμερίσματα, ανεξαρτήτως παλαιότητας, καθώς

και στα – επίσης λίγα – καινούργια διαμερίσματα που ενοικιάζονται.