Ξεκαρδιζόταν με τις νεκρολογίες των «Times». Μας διάβαζε αποσπάσματα κατ’

ιδίαν ή και στις συσκέψεις, λάτρης των λέξεων, του βρετανικού φλέγματος, των

διφορούμενων νοημάτων και του γέλιου ακόμα και μπροστά στον θάνατο.

Τα απογεύματα, στο κτίριο της Χρήστου Λαδά, περνούσε πάντα από το γραφείο του

Βαγγέλη για να κάνει ένα τσιγάρο – «κρυφά από την Ελένη», σ’ αυτό το

συνωμοτικό παιχνίδι αγάπης και τρυφερότητας που έπαιζαν χρόνια. Διηγιόταν

ιστορίες, έκανε εκτιμήσεις, σχολίαζε τα γεγονότα, ζητούσε να μάθει καινούργια

ανέκδοτα και το βροντερό του γέλιο γέμιζε τον χώρο. Ενδιαφερόταν για τα πάντα:

τα μεγάλα και παγκόσμια, τα μικρά και καθημερινά, ένας άνθρωπος ταγμένος στη

γνώση, που ζούσε «με τη σκέψη των συναισθημάτων και το συναίσθημα της σκέψης».

Κανείς δεν διάβαζε περισσότερο από εκείνον. Όσα του τραβούσαν το ενδιαφέρον τα

μάζευε και κάθε χρόνο τα έβγαζε σ’ ένα μικρό βιβλιαράκι που μοίραζε σε φίλους

και γνωστούς. Τελείωνε σχεδόν πάντα με μια περιπετειώδη νεκρολογία των «Times»

για λόρδους που ήταν λες βγαλμένοι από σελίδες μυθιστορημάτων.

Πώς να πούμε ένα αντάξιο αντίο, σήμερα που τον αποχαιρετάμε όλοι εμείς που

γίναμε δημοσιογράφοι με τις γενναιόδωρες συμβουλές του, τα σημειώματά του, με

τις φωνές, τις προτροπές και την προστατευτική του αγάπη; Ίσως με μερικούς

στίχους του Σεφέρη που, όπως έγραψε ο ίδιος ο Λέων Καραπαναγιώτης στο

«Μαργαριτάρια και Αχινοί» του 1996, «μου τους έδωσε ο ποιητής το μεσημέρι μιας

Κυριακής του 1971. Το ποίημα ήταν γραμμένο το 1945, δεν προοριζόταν για

δημοσίευση, έτσι δεν περιλαμβάνεται στις συλλογές ποιημάτων του»:

«… άνεμος η φωνή και διαβαίνει.

H θάλασσα που σε πήρε μακριά

και σε ξανάφερε σε γνώριμο λιμάνι

χαρίζοντάς σου τη σιγή μπροστά στη σκάλα

την ανεξάντλητη του μεσημεριού,

ξέρει να σου εξηγήσει

τη Μεγάλη Παρασκευή και το Πάσχα».