«Πενθώ κι εγώ, μαζί με τη δεύτερη «οικογένειά μου», των «ΝΕΩΝ», για τον χαμό

ενός αναντικατάστατου ανθρώπου, όχι μόνο για τη δημοσιογραφία αλλά και για τη

διανόηση. Ενός πραγματικά διακεκριμένου Έλληνα.

Πενθώ τον φίλο που τον τελευταίο καιρό καλωσορίζαμε μαζί τον νέο χρόνο, πενθώ

τον συνάδελφο που διδάξαμε μαζί τη «δημοσιότητα» στο Πανεπιστήμιο, τον

συνομιλητή για τα τεκταινόμενα όπου γης, κυρίως τον δάσκαλο για το τι σημαίνει

«γράφω» στην εφημερίδα, που το γνώριζε τόσο καλά και που εγώ προσπαθώ ακόμη να

το μάθω. Ο Καραπαναγιώτης υπήρξε αναντικατάστατος κι ο θάνατός του δείχνει το

τέλος μιας εποχής, την απουσία του «Διευθυντή» που, ενώ ήταν πανταχού παρών,

εξαφανιζόταν πίσω από τους συντάκτες. Δείχνει κυρίως τον δίκαιο κριτή, τον

διορατικό νου καταστάσεων μέσα στην πολιτική συγκυρία που την επηρέασε, αφανής

και διακριτικός χωρίς ανταλλάγματα και τιμές, σχεδόν ντροπαλός σε κάθε του

δημόσια ομιλία, παράδοξα τρυφερός ακόμα και στους θυμούς του, μ’ εκείνο το

βροντερό γέλιο που σ’ έπιανε απ’ τη στιγμή που διασκέλιζες το κατώφλι της

Χρήστου Λαδά.

Δεν είχε τη χαρά να δει τα καινούργια γραφεία στη Μιχαλακοπούλου. Τώρα η

φωτογραφία του, χαμογελαστή, στο γραφείο του νέου διευθυντή, θα συνοδεύει

όσους απομείναμε, όσους συμμετέχουμε στο πένθος της οικογένειάς του, όσους την

«εργασία» αυτή «του πένθους» την ασκούμε εδώ και χρόνια για έναν κόσμο που

αλλάζει, απωθώντας αυτό που τελικά οφείλουμε στη ζωή: τον θάνατο».