Αν υπάρχει ένας ηττημένος στον πρώτο γύρο του φετινού Πρωταθλήματος, αυτός δεν

είναι τόσο ο Παναθηναϊκός (που μοιάζει να έχει μείνει πίσω), όσο το ελληνικό

ποδόσφαιρο. H Πορτογαλία συν δύο αποδεικνύεται ακόμα λιγότερο ποιοτική από την

Πορτογαλία συν ένα, που ήταν ήδη πονοκέφαλος μετά το μεθύσι. Σε σημείο που οι

φίλαθλοι σιγά σιγά να ξεχνούν ότι είχαν ελπίσει…

Το μέχρι στιγμής χαρακτηριστικό της χρονιάς είναι ότι όλες – μα όλες – οι

ομάδες εμφανίζονται χειρότερες απ’ ό,τι πέρυσι. Ο μόνος που μπορεί ν’ αδικώ μ’

αυτή την περιγραφή είναι ο Ιωνικός, αλλά θα συμφωνήσετε πως η συμπαθής ομάδα

της Νίκαιας δεν μπορεί να δώσει τον τόνο. Τον τόνο δίνει, αντίθετα, ένας

άχρωμος Ολυμπιακός, μια αποκλειστικά προσανατολισμένη στο αποτέλεσμα AEK, ένας

Παναθηναϊκός με διαρκείς κρίσεις και σκαμπανεβάσματα, άντε κι ένας ΠΑΟΚ που

προσπαθεί αλλά δεν ολοκληρώνει. Ακόμα κι η Ξάνθη, η περσινή ήδη έκπληξη, παρά

το καλό της ξεκίνημα, μοιάζει να ‘χει μείνει από μπαταρία, δηλαδή από

δυνάμεις, θέληση ή φαντασία. Για τους περισσότερους «μικρομεσαίους» ας μη

γίνει καν λόγος: η εξωαγωνιστική πενία τους αντανακλάται στην αγωνιστική

δυσπραγία.

Από το Πρωτάθλημα λείπουν οι συγκινήσεις. Ακόμα και κάποια παιχνίδια που το

έχουν μέχρι στιγμής βαθμολογικά σημαδέψει, έχει κανείς την αίσθηση ότι

κρίθηκαν περισσότερο από την τύχη και τις αδυναμίες παρά από επικράτηση του

καλού ποδοσφαίρου.

O Ολυμπιακός κέρδισε τα δύο ντέρμπι με Παναθηναϊκό και AEK εξουδετερώνοντας

τις – αναιμικές – επιθετικές προθέσεις του αντιπάλου και χτυπώντας καίρια αλλά

λίγο. Στο δε ημι-ντέρμπι που έχασε, με τον ΠΑΟΚ, στο Καραϊσκάκη, δεν ήταν ούτε

καλύτερος ούτε χειρότερος, απλώς λιγότερο τυχερός στις φάσεις που εκτέθηκε η

πάντα ασταθής (τουλάχιστον προ Σούρερ) άμυνά του.

H AEK, στον θεωρητικό της θρίαμβο με τον Παναθηναϊκό, σχεδόν θα μπορούσε να

‘χε χάσει – και πάντως στο τρελό τελευταίο δεκάλεπτο του παιχνιδιού

εκμεταλλεύθηκε το 120% των δυνατοτήτων της. Ο Παναθηναϊκός, η πιο

πολυσυζητημένη και πολυ-ερμηνευμένη ομάδα της σεζόν, δεν έχει σταθερό πρόσωπο

κι όμως είναι ακόμα στο κόλπο: αυτό τα λέει όλα για το επίπεδο των αντιπάλων

του αλλά και του Πρωταθλήματος.

Υπάρχουν βέβαια και κάποια ωραία πράγματα από έναν ολόκληρο γύρο. Το ξεπέταγμα

του Μάντζιου, η αρχοντιά του Ντακόστα (ιδού το είδος των παικτών που θα ‘πρεπε

να ψάχνουν οι ομάδες αντί για τους Μπίσκαν και τους Κονσεϊσάους), η κλάση του

Τουρέ, αρκετές ενέργειες ενός πραγματικού ποδοσφαιριστή όπως ο Λυμπερόπουλος

και ορισμένες αποκρούσεις του πιο ελπιδοφόρου νέου τερματοφύλακα, του Σηφάκη.

Από ‘κεί και πέρα, το φανταστικό (κι ίσως τυχερό) γκολ του Τσάνκο με τον

Παναθηναϊκό, η απόδοση του Ριβάλντο σ’ ένα μόνο ματς, με τη Λάρισα, και το

φιλότιμο γερόλυκων σαν τον Μαχλά και τον Κυπαρίση. Λίγα πράγματα. Ιδίως αν τα

συγκρίνουμε με τη σταθερά ανεπαρκή διαιτησία, τα άδεια γήπεδα, τον απόλυτο

αποκλεισμό από την Ευρώπη και τα ελάχιστα χαμόγελα των φιλάθλων. Οι ελπίδες

για τον δεύτερο γύρο, ισχνές. Αλλά, πάντως, ελπίδες – δεν γίνεται αλλιώς.