O Δημήτρης Καλαντζής με τη Μαρία Τσακαλίδου και τον Χρήστο Τσάγκα στην

παράσταση «Οι ηθοποιοί» του Γιώργου Σκούρτη, που παίζεται στο θέατρο «Κνωσσός»

Το μονόπρακτο του Καμπανέλλη, το έργο του Διαλεγμένου και δύο νέα έργα του

Σκούρτη, «Οι ηθοποιοί» και «Οι εφιάλτες» του ΚΘΒΕ, ενώ σε επανάληψη, άρα

δοκιμασμένα στη διάρκεια του χρόνου, δύο έργα της Αναγνωστάκη, ένα του

Στάικου, δύο του Δήμου, ένα του Τσικληρόπουλου. Αφήνω βέβαια τα έργα

νεοεμφανιζόμενων και την πλούσια συγκομιδή, που παρουσιάστηκαν (υπάρχει και

τόμος ήδη με αυτό) σε «αναγνωστική παράσταση» στο «Άλεκτον».

Βέβαια μας κατακλύζει η μεταμοντέρνα ξένη σαλαμούρα, αλλά όπως τόσες μόδες που

μας ταλάνισαν και τις έφαγε το σκοτάδι θα περάσει κι αυτή. Και τότε θα

ξαναγυρίσουμε στα δικά μας κείμενα και θα κοιτάξουμε ξανά το πρόσωπο της

Μέδουσας. Αλλά, σκέπτομαι, μήπως αυτό το πρόσωπο αποφεύγουμε να αντικρύσουμε

και καταφεύγουμε στα αποτρόπαια ξένα κομμένα κεφάλια πιστεύοντας αφελώς ότι

φτάνει να τρομάξουμε για να εκτονωθούμε, με τις ξένες έγνοιες, καταχωνιάζοντας

τα «οικεία κακά».

Σήμερα θα πανηγυρίσω για μια νέα κατάκτηση της δραματουργίας μας που

είχα τη χαρά να τη διακρίνω (χωρίς να γνωρίζω τον συγγραφέα της όντας με

ψευδώνυμο) όταν διαγωνιζόταν στα διεθνή Βραβεία Ωνάση. Δυστυχώς ατύχησε στην

τελική κρίση, περνώντας από την κρησάρα τρίτης βαθμίδας αξιολόγησης και δεν

δικαιούμαι να σχολιάσω τις αποφάσεις υπευθύνων επιτροπών. Εκείνο που μπορώ να

πω με σιγουριά είναι πως και στον πρώτο και στον δεύτερο διαγωνισμό τα

βραβευμένα έργα δεν συγκρίνονταν με κανένα από τα ελληνικά υποψήφια. Τα δύο

μάλιστα πρώτα βραβεία του πρώτου διαγωνισμού τα είδαμε παιγμένα στην Αθήνα και

ντραπήκαμε, όταν στη σειρά τους απορρίφθηκαν δέκα φορές καλύτερα έργα του

Καμπανέλλη, του Ζιώγα, του Σκούρτη, του Μάτεσι και του Μανιώτη. Όσον αφορά το

τρίτο βραβείο του δεύτερου διαγωνισμού που δόθηκε στον Παν. Μέντη και είδαμε

στο Εθνικό, όλοι ξέρουμε πως δεν ήταν το καλύτερο του σημαντικού αυτού νέου

συγγραφέα. Αν στέκομαι σ’ αυτές τις διαπιστώσεις είναι για να τονίσω άλλη μια

φορά την αδιάσειστη πίστη μου πως το νεοελληνικό θεατρικό κείμενο είναι από τα

στερεότερα και σημαντικότερα σήμερα στην Ευρώπη.

Αν «Οι ηθοποιοί» του Σκούρτη, που παίζονται τώρα στο θέατρο «Κνωσσός», είχαν

γραφτεί στα αγγλικά θα είχαν κάνει διεθνή καριέρα. Σκέπτομαι πως έχουμε δει τα

τελευταία χρόνια σε δύο σκηνικές εκδοχές το μετριότατο ανάλογο σε θεματογραφία

έργο του Μάμετ «Μια ζωή θέατρο», καθώς και δεκάδες μετριότατα ξένα έργα

πρόσφατης κοπής τα οποία δεν μπορούν να συγκριθούν ούτε με την «Bella Venezia»

του Διαλεγμένου ούτε με τον «Καπνοκράτορα» του Στάικου ούτε βέβαια με τα έως

τώρα άπαικτα έργα του Σκούρτη.

«Οι ηθοποιοί» είναι το τέταρτο κείμενο του σημαντικού αυτού συγγραφέα (μαθαίνω

πως υπάρχει και πέμπτο άπαικτο) που μπορεί να ενταχθεί σε μια τετραλογία

τουλάχιστον δομικά. Πράγματι και στα τέσσερα, τα πρόσωπα που συγκρούονται

είναι σταθερά τρία. Και στους «Νταντάδες» και στους «Μουσικούς» και στους

«Εκτελεστές» και στους «Ηθοποιούς». H εμμονή αυτή στο τριτοπρόσωπο δράμα

παραπέμπει δομικά στον περιορισμό των τριών υποκριτών στο αρχαίο ελληνικό

δράμα.

Δραματουργικά, τα τρία επί σκηνής πρόσωπα δημιουργούν έναν περίπλοκο

ιστό σχέσεων αφού, κρατώντας τα αριστοτελικά ποιοτικά στοιχεία, η διάνοια και

το ήθος επί τρία στην εμπλοκή τους σχηματίζουν μια εξαίρετη ποικιλία

αναμείξεων ώστε να οδηγούν σε απροσδόκητες συγκρούσεις και αποκαλύψεις

κινήτρων και σκοπών.

Συνήθως ο ένας από τους τρεις στα έργα του Σκούρτη ασκεί εξουσία ή λειτουργεί

ως δημιουργός δράσης, ως καθοδηγητής, ως σκηνοθέτης, ως εμπνευστής ή κακός

δαίμονας.

Στους «Ηθοποιούς», οι σχέσεις των τριών ηρώων είναι τόσο εις βάθος δουλεμένες

ώστε το έργο αυτό να αναδεικνύεται το πλέον ώριμο του συγγραφέα. Τρία είναι τα

επίπεδα, τα στρώματα της δραματικής ανάπτυξης. Τα φυσικά πρόσωπα και η ιστορία

τους, το επάγγελμά τους (και οι τρεις ηθοποιοί) και οι ρόλοι. Οι ρόλοι όμως

εκτός από τους δηλωμένους (Αγαμέμνων, Κλυταιμνήστρα, Αίγισθος, παραπέμποντας

στην «Ορέστεια» του Αισχύλου) φωτίζονται και από τους χαρακτήρες του «Οθέλλου»

(Οθέλλος, Δυσδεμόνα, Ιάγος) και από τα τρία μοιραία πρόσωπα του «Χορού του

Θανάτου» του Στρίντμπεργκ. Το πραγματικά αποκαλυπτικό γεγονός στη γραφή του

Σκούρτη είναι ένα φιλοσοφικό, σχεδόν οντολογικό ερώτημα που διατρέχει το όλο

κείμενο. Δεδομένου του «φύσει μιμητικού ζώου» που είναι ο άνθρωπος, τι

μιμείται, ποιο είναι το αρχέτυπο, το θεμελιώδες, καταγωγικό σχήμα που

αντιγράφει ο άνθρωπος. Και ακόμα, ποιες είναι οι πηγές έμπνευσης του ηθοποιού,

πού ακουμπάει για να συγκροτήσει ρόλο. Και ακόμη, πιο βαθιά, πόσο ο ρόλος

δημιουργεί πρότυπα βίου στον άνθρωπο ηθοποιό; Και ακόμη πιο βαθιά, τι οφείλει

ο ρόλος στις προσωπικές εμπειρίες του ηθοποιού, στα τραύματά του;

Ο Σκούρτης έγραψε έναν περίπλοκο ιστό σχέσεων με έναν αφοπλιστικό απλό τρόπο.

Αφηγείται με άνεση τις ενοχικές σχέσεις ενός ζεύγους και ενός εραστή στη ζωή,

όπως περνάνε και φωτίζονται από τα αισχυλικά αρχέτυπα, αλλά η εξέλιξη, με

τρόπο ανατρεπτικό, αποδεικνύει πως οι μεγάλοι τραγικοί ρόλοι όντας μορφές

λειτουργούν ως ταυτότητες μαθηματικές, άρα ισχύουν διά πάσαν τιμήν, χωράνε και

επιλύονται με το προσωπικό φορτίο που τους φορτίζουν τα βιώματα των ηθοποιών.

Ο Σκούρτης έγραψε ένα έργο μετα-θεατρικό εντειχίζοντας δομικά υλικά της

μεγάλης δραματουργίας, χωρίς όμως να απαιτεί από τον θεατή του να γνωρίζει ή

να αναγνωρίζει τα δάνεια. Τα διακείμενα από την «Ορέστεια», τον «Οθέλλο», τον

«Προμηθέα» περνάνε σαν σχόλια, σαν δραματουργικές υπογραμμίσεις, συχνά σαν

ειρωνικός υπομνηματισμός, ακόμη σαν παροιμιακός λόγος, ως αυθεντία ή φορέας

συγκίνησης.

Έτσι, δικαιώνοντας τον τίτλο του έργου του, ο Σκούρτης στοχάζεται ανοιχτά πάνω

στα ερωτήματα του ποιος είμαι, πόσο αυθεντικός είμαι, πώς φαίνομαι, τι

παριστάνω και ποια εντύπωση κάνω στους συμπαίχτες μου και στους θεατές. Το ότι

τα πρόσωπά του δεν έχουν ονόματα αλλά είναι ο A, ο B, και η Γ, μας ωθεί να

σχηματίσουμε την άποψη πως ακόμη και ό,τι φαίνεται να είναι ζωή,

πραγματικότητα, και όχι τέχνη και ρόλος, μπορεί να είναι πλάνη, φενάκη και η

μόνη ιστορία των προσώπων να είναι οι ρόλοι τους ή οι ανώνυμοι καθημερινοί

άνθρωποι παίρνουν υπόσταση και υπάρχουν εν ζωή αντλώντας κύρος, ιστορία και

ενοχές από τους ρόλους.

Το παιχνίδι που κυριολεκτικά σκαρώνει ο Σκούρτης γίνεται εμφανέστατο όταν

σκεφθούμε πως η λύση, η ανατρεπτική λύση του φινάλε δεν έρχεται από τη ζωή

αλλά από το θέατρο, αφού οι στρατηγικές του σκηνοθέτη-Αγαμέμνονα παραπέμπουν

σε μια ίντριγκα που αναφέρεται σε μια παράσταση του Οθέλλου!! Έτσι

αποκαθίσταται η αυθεντική έννοια της αριστοτελικής καθάρσεως. Μέσω των ρόλων

καθαίρονται τα πρόσωπα των ηθοποιών και όχι των θεατών. Τώρα αν συμβεί και

αυτό, τόσο το καλύτερο.

Κουρασμένος, προδομένος, ηττημένος

Ο Σκούρτης είναι τυχερός διότι βρέθηκε στον δρόμο του, όχι τυχαία βέβαια, ο

σπουδαίος ηθοποιός Χρήστος Τσάγκας που σκηνοθέτησε το έργο και έπαιξε τον

σύζυγο-Αγαμέμνονα-Ιάγο. Δίδαξε ρυθμούς, εναλλαγές ύφους (απαραίτητο εφέ του

έργου, αφού περνάνε τα συναισθήματα και οι καταστάσεις από τη ζωή στο

επάγγελμα και από εκεί στους ρόλους) και έδωσε οδηγίες για προσέγγιση των

ρόλων (των ρόλων του έργου αλλά και των συγκεκριμένων ηθοποιών της

παράστασης!!). Ο ίδιος έδωσε με κύρος και το απαραίτητο μέγεθος τον

κουρασμένο, προδομένο, ηττημένο άνθρωπο και τον αλαζόνα και προσεχές θύμα

ρόλο-Αγαμέμνονα αλλά και τον δαιμόνιο ιντριγκαδόρο Ιάγο.

H Μαρία Τσακαλίδου ισορρόπησε απάνω στο τεντωμένο σκοινί την αδηφάγα

ερωτικά μοιχαλίδα Κλυταιμνήστρα και την εξαπατημένη, προδομένη Δυσδεμόνα.

Ο νεαρός Δημήτρης Καλαντζής έχει στέρεα προσόντα, ακρίβεια και μέτρο.

Ο Μιχάλης Σδούγκος σχεδίασε μια σκηνική όψη παίζοντας με τη ζωή, την πρόβα

και την παράσταση, μέσα όμως στο εμφανέστατο πλαίσιο της θεατρικής σύμβασης

του χώρου. Μου φάνηκε λίγο κινηματογραφικά συναισθηματική η μουσική του

Φίλιππου Περιστέρη.

Γυρίστε την πλάτη στα προκλητικά πρωτόλεια της πιάτσας και δείτε ένα έργο

που τιμά τη γλώσσα, το θέατρο και τον βαθύ προβληματισμό.

INFO

«Οι ηθοποιοί» του Γιώργου Σκούρτη, στο θέατρο «Κνωσσός» (Κνωσού 11 από

Πατησίων 195, Πλατεία Αμερικής. Τηλ. 210-8677.070 και 210-8624.463)