Ας πάμε στο Ηρώδειο γνωρίζοντας ότι εκείνο που περιμένουμε να ακούσουμε δεν

είναι ακριβώς οι μπάντες του Ντιουκ Έλινγκτον και του Γκλεν Μίλερ (στη

φωτογραφία η Glen Miller Orchestra), αλλά δύο πολύ ενδιαφέροντα αφιερώματα στη

μουσική δύο σημαντικών προσωπικοτήτων και μάλιστα από μια «πολυδάπανη»

οργανική σύνθεση όπως η big band που σπανίζει στην «τσιγγούνικη» εποχή μας

Δύο μεγάλες μουσικές κληρονομιές. Σε δύο μεγάλες ορχήστρες, χωρίς τους

δημιουργούς τους. Δεν πρόκειται γενικά για τον «ήχο της big band» – που ποτέ

δεν ήταν ένας -, αλλά για δύο διαφορετικές εκδοχές του, αφού τα καλλιτεχνικά

και κοινωνικά κριτήρια των Ντιουκ Έλινγκτον και Γκλεν Μίλερ ήταν, σχεδόν,

αντιδιαμετρικά. Έπαιξαν στην Νέα Υόρκη γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’30.

Ο Ντιουκ Έλινγκτον προσπαθούσε να «επιβιώσει» (και δεν ήταν η πρώτη φορά),

δηλαδή να διατηρήσει την ορχήστρα του έτσι όπως εκείνος ήθελε, με τους

σπουδαίους σολίστες που εκείνος διάλεγε και που πάντα σφράγιζαν με τον ήχο

τους τη μουσική του. Ήταν τότε που οι μαύρες μπάντες διαλύονταν, αφού το

μουσικό κατεστημένο προωθούσε, με όλες του τις δυνάμεις, τις λευκές μεγάλες

ορχήστρες. H εποχή ονομάστηκε «εποχή του swing» και μάλιστα «χρυσή» αφού ένα

καλλιτεχνικό προϊόν που σχεδόν αποκλειστικά οι Αφροαμερικανοί είχαν φέρει στο

προσκήνιο, «ραφιναριζόταν» και «πακεταριζόταν» με τέτοιο τρόπο ώστε να

φαίνεται καινούργιο και να μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά ως

εμπορεύσιμο προϊόν διασκέδασης.

Εκείνη την εποχή ο Ντιουκ Έλινγκτον, παίρνοντας τις αποστάσεις του απ’ ό,τι

συνέβαινε μπροστά στα μάτια του, έλεγε: «Εγώ δεν γράφω τζαζ, εγώ γράφω λαϊκή

νέγρικη μουσική… ο σκοπός μου είναι να επεξεργαστώ μια καινούργια μουσική

που θα εκφράζει τα συναισθήματα του Νέγρου Αμερικανού».

Ο Γκλεν Μίλερ, από την άλλη μεριά, δεν έκρυβε ότι αυτό που τον ενδιέφερε πιο

πολύ ήταν «να δημιουργήσει μια καλή χορευτική μουσική για να διασκεδάζει το

κοινό του».

Και οι δύο τα κατάφεραν. Ο πρώτος κρατώντας ζωντανή την πιο σημαντική ορχήστρα

στην ιστορία της τζαζ και ο δεύτερος, με την υποστήριξη της Πολεμικής

Αμερικανικής Αεροπορίας μέχρι τον δυστυχώς πρόωρο θάνατό του (σε αεροπορικό

δυστύχημα το 44), να γίνει ο πιο δημοφιλής bandleader της τζαζ εκτός ΗΠΑ. Παρά

το ολοφάνερο γεγονός ότι η προτίμησή μας γέρνει και θα γέρνει πάντα στη

μουσική του Ντιουκ Έλινγκτον, θεωρούμε ότι από την πένα του Γκλεν Μίλερ έχουν

βγει ουκ ολίγα μικρά αριστουργήματα, με κορυφαίο το «Moonlight Serenade».

Στο Ηρώδειο θα ακούσουμε την πιο «big bandίστικη» εκδοχή της κληρονομιάς των

δύο αυτών σπουδαίων προσωπικοτήτων και όχι την αναπαράσταση της μουσικής τους.

H τζαζ άλλωστε, κυρίως λόγω του αυτοσχεδιαστικού της χαρακτήρα, είναι, ίσως, η

λιγότερο αναπαραστάσιμη μουσική.

Πρέπει όμως εδώ να πούμε ότι μετά τον θάνατο του Έλινγκτον το ’74, και παρά

τις φιλότιμες προσπάθειες του γιου του και τρομπετίστα Μέρσερ Έλινγκτον να

κρατήσει την ορχήστρα, αυτό που συνιστά την ελινγκτονική μουσική αισθητική δεν

θα ξανακουστεί ποτέ ζωντανά γιατί ποτέ δεν ήταν υπόθεση ενορχήστρωσης ή απλώς

άξιων μουσικών συντελεστών αλλά συγκεκριμένων προσώπων, ήχων και αντιλήψεων.

Κάτι που η αλήθεια είναι ότι ισχύει πολύ λιγότερο στην περίπτωση του Γκλεν

Μίλερ.

Πράγματι, ποιος μπορεί να φανταστεί τη μουσική του Ντιουκ χωρίς το άλτο

σαξόφωνο του Τζόνι Χότζες, το βαρύτονο σαξόφωνο του Χάρι Κάρνεϊ, την τρομπέτα

του Μπάμπερ Μίλεϊ, το τενόρο του Πολ Γκονσάλβες, «τη ματιά» του μικροκαμωμένου

Μπίλι Στρέιχορν ή τέλος χωρίς τις έξυπνες πιανιστικές ατάκες του μεγάλου

Δούκα.

INFO

Duke Ellington Orchestra και Glen Miller Orchestra, την Κυριακή 10 και τη

Δευτέρα 11 Ιουλίου στο Ηρώδειο, στις 21.00. Εισιτήρια 38-90 ευρώ, άνω διάζωμα

28 ευρώ.