Το χειροκρότημα ήταν θερμό και γεμάτο αγάπη για τον γέροντα που παραμένει

ανθηρός έφηβος του θεάτρου και την πιστή σύντροφό του

Ο Μέγας Θεατρίνος! Ο Μέγας Λαϊκός Θεατρίνος! Ο Ντάριο Φο, στα εβδομήντα εννιά

του, βγήκε στα σανίδια του Ηρωδείου και με το τίποτα κράτησε ένα κοινό περίπου

3.500 χιλιάδων ατόμων επί δύο ώρες. Μας «άδραξε», μας «άρπαξε» και ανάσα δεν

μας άφησε να πάρουμε. Με μια «διάλεξη», ουσιαστικά, περί μάσκας. Χωρίς θίασο,

χωρίς κοστούμια, χωρίς σκηνικά, με τους βασικούς φωτισμούς…

Στη σκηνή ένα τραπέζι μόνο όπου κάθονταν η σύντροφός του στη ζωή και στο

σανίδι Φράνκα Ράμε και η υποβολέας, ένας πίνακας με στερεωμένες πάνω του

μάσκες, τις οποίες έδινε στον Ντάριο Φο μια κοπέλα και κρεμασμένες δυο οθόνες

όπου προβάλλονταν μάσκες, πίνακες, σκίτσα σχετικά με το κείμενο ή – η μόνη

«πολυτέλεια» της βραδιάς – τον βλέπαμε μεγεθυμένο μέσα από κάμερα τοποθετημένη

στην αυτοσχέδια ράμπα.

Ο Ντάριο Φο, στα μαύρα ντυμένος, ψηλός, με μαλλιά κατάλευκα, με τη φάτσα αυτή,

την καλοκάγαθη και μαζί πονηρή και πανέξυπνη και αστεία, που η ίδια μοιάζει με

μάσκα, ξεκίνησε, με «δεξί του χέρι» στη μετάφραση τον συνθέτη Σταύρο

Παπασταύρο – στον οποίο πολλά όφειλε η βραδιά -, ενώ ο κόσμος τον υποδεχόταν

με ένα μακρύ, ενθουσιώδες χειροκρότημα.

Χωρίς να ξέρει πολύ καλά τα λόγια του, αυτοσχεδιάζοντας, βέβαια, με την Φράνκα

Ράμε σε διαρκή ετοιμότητα να του πετάει λέξεις που δεν άκουγε καλά και της

φώναζε «πιο δυνατά» προκαλώντας το γέλιο, καλοστεκούμενος, με ενέργεια περισσή

και κίνηση απόλυτα λυμένη, με τη μετάφραση να «φρενάρει» τον οίστρο του, με

αμεσότητα μοναδική, έπαιξε «γκραμλό» – στα κορακίστικα -, πετώντας κάθε τόσο

σπόντες πολιτικές, έπαιξε – χωρίς ίχνος χυδαιότητας… – τον εν στύσει

Αρλεκίνο που ντύνει τον φαλλό του πρώτα γατάκι και μετά μωρό για να τραβήξει

τις γυναίκες που θέλουν να χαϊδέψουν το γατάκι και να ταχταρίσουν το μωρό,

ώσπου ο φαλλός εκρήγνυται…

Έπεφτε το θέατρο από τα γέλια. Κι ο Ντάριο Φο ακούραστος. Στο φινάλε μόνο

έδωσε τη θέση του στη Φράνκα Ράμε που έπαιξε μια δική της εκδοχή του

μονόλογου, στον οποίο η Μήδεια αποφασίζει να σκοτώσει τα παιδιά της, που δεν

έδενε, είναι αλήθεια, με όσα προηγήθηκαν.