Ένα μεγαλόπρεπο παγώνι κυριαρχεί στη σύνθεση και οδηγεί την όρασή μας στο

τοπίο που απλώνεται σε πολλά διαδοχικά πλάνα. H γοητευτική σχηματοποίηση του

ύστερου ρομαντισμού και η όλη κλίμακα των χρωματικών τόνων έχει έντονο το ύφος Παρθένη

Αξιέπαινη πρωτοβουλία αποτελεί η πρώτη δημόσια έκθεση του μνημειακού έργου του

K. Παρθένη – φέρνει στην επικαιρότητα την έλλειψη έρευνας για τους μεγάλους

ζωγράφους μας και την απουσία εθνικού κέντρου τεκμηρίωσης

Το εκθεσιακό γεγονός είναι μάλλον πρωτοφανές στον τόπο μας και αξίζει να

επαινεθεί με έμφαση. Θα ακουστεί παράξενο, αλλά στην εποχή που το κυνήγι των

έργων τέχνης ανέβασε τη ζήτηση στα ύψη η μοίρα των έργων τέχνης είναι συχνά

δύσκολη! Ο λόγος είναι ότι δεν υπάρχει κανένας επίσημος φορέας στον οποίο θα

μπορούσε ο ιδιοκτήτης να προσέλθει ζητώντας μια γνωμάτευση γνησιότητας. Εξ

ανάγκης, μαζί με τους ιστορικούς τέχνης ως ειδικοί λειτουργούν – φιλότιμα,

αλλά και ριψοκίνδυνα – δημοπράτες, παλαιοπώλες, απλοί εκτιμητές ρουτίνας,

ακόμη και συγγενείς των καλλιτεχνών, ανταγωνιζόμενοι ο ένας με τον άλλον όχι

μόνο στην εύρεση της αλήθειας, αλλά και στο πώς θα συκοφαντηθεί αυτός ο οποίος

γνωμάτευσε μόλις πριν και στο πώς θα μειωθεί έτσι η τιμή του έργου και η

συλλεκτική λάμψη του γενικότερα. Ο τζίρος εκατομμυρίων μάς κάνει επίσης συχνά

να χάνουμε το ίδιο το καλλιτεχνικό περιεχόμενο.

Είναι λοιπόν μια θαρραλέα ενέργεια το ότι ένα μνημειακών διαστάσεων

(140×370 εκ.) έργο τού εκ των ιδρυτών της νεώτερης τέχνης μας Κωνσταντίνου

Παρθένη (1878 – 1967) εκτίθεται για τα βλέμματα του μεγάλου κοινού, χωρίς να

συνοδεύεται από γνωματεύσεις ή ειδικές ιστορικές έρευνες. Όσο και αν θεωρητικά

«η δημοσίευση είναι μία απ’ τις αρχές της δικαιοσύνης», ο ιδιοκτήτης του

ρισκάρει το χειρότερο, αφού πιο «ειδικός» μοιάζει αυτός ο οποίος θα αρνηθεί το

έργο και λιγότερο αυτός που θα το υπερασπισθεί.

Ένας άλλος σοβαρός λόγος – ίσως κρισιμότερος -, ο οποίος δίνει αξία

στην έκθεση αυτή, είναι ότι για τον Παρθένη ακόμη και οι χημικές αναλύσεις

τεκμηρίωσης είναι άχρηστες, αφού αντίγραφα έργων του εμφανίστηκαν νωρίς νωρίς,

και μάλιστα από μαθητές του, με ίδια υλικά και ίδιους μουσαμάδες, ενώ φήμες

φέρουν και οικείο του πρόσωπο να φιλοτεχνεί γνωστά έργα! Είναι απαράδεκτο να

συμβαίνουν όλα αυτά βέβαια για έναν εθνικό ζωγράφο μας, να λείπει μια

μελέτη-μονογραφία, ένας catalogue raisonee πιστοποιημένων έργων, μια επιτροπή

ειδικών, ενώ – οφείλω να το πω – η Εθνική μας Πινακοθήκη επιδίδεται σχεδόν

αποκλειστικά σε φιλοξενία έτοιμων εκθέσεων και καθόλου σχεδόν στην ιστορική

έρευνα, για την οποία και από τον νόμο προορίζεται. Μπροστά σε αυτόν τον

πίνακα του Παρθένη πάντως, ο απλός θεατής δεν είναι υποχρεωμένος να σκεφθεί

τέτοια στενόχωρα ζητήματα. Είναι έργο γοητευτικό.

Ένα μεγαλόπρεπο παγώνι, καθισμένο σε κλασικού στυλ βεράντα, κυριαρχεί στη

σύνθεση, τοποθετημένο στο «γλυκό σημείο» του βλέμματος – λίγο πιο αριστερά από

το κέντρο – και οδηγεί την όρασή μας στο τοπίο που απλώνεται σε πολλά

διαδοχικά πλάνα. Σημειολογικά, το μέγεθος και η κλίση της ουράς του

παραπέμπουν έμμεσα σε θηλυκή μεγαλοαστική φιγούρα με επίσημη τουαλέτα, της

οποίας την επικράτεια επεκτείνει ώς τον ουρανό η χρωματική συγγένεια με τα

σύννεφα. Οι συστάδες δένδρων έχουν τη γοητευτική σχηματοποίηση του ύστερου

ρομαντισμού στα όρια της art nouveau, του «νέου στυλ» της αυτοκρατορικής

Βιέννης, και η όλη κλίμακα των χρωματικών τόνων έχει έντονο το ύφος Παρθένη –

δηλαδή πνευματικότητα, υπερευαισθησία, προσωποποίηση κάθε παλμού της φύσης.

Ωστόσο, υπάρχουν και τα πραγματολογικά στοιχεία που γίνονται

ερωτηματικά και μας προσγειώνουν: με ποια δεδομένα αναγράφεται ότι είναι έργο

των ετών 1914 – 17, και μάλιστα όταν είναι γνωστό ότι ο ζωγράφος είχε ήδη τότε

διαμορφώσει το ώριμο κατοπινό ύφος του; H μεγαλογράμματη υπογραφή είναι

γνήσια, όμως πιστοποιεί εποχή Βιέννης, άρα πολύ πριν από αυτήν τη χρονολογία.

Επίσης, σε μουσαμά χωρίς προετοιμασμένο υπόστρωμα ο Παρθένης άρχισε να

ζωγραφίζει μετά το 1925. Το να φιλοτέχνησε μια παραγγελία σε παλαιότερο ύφος

του δεν το συνήθιζε.

Τα ερωτήματά μας ωστόσο αφορούν τη χρονολογική τοποθέτηση. Το ίδιο το έργο

μαρτυρεί την ποιότητα της σύλληψης και της τεχνικής του, είναι μεγαλόπρεπο

δείγμα του γούστου μιας μεγαλοαστικής εποχής, όπου η υψηλή ζωγραφική και ο

πλούσιος παραγγελιοδότης είχαν αμοιβαία εκτίμηση και αισθητική, προς τελικό

όφελος των δικών μας ματιών.

INFO

Κωνσταντίνος Παρθένης, «Παγώνι με θέα», ανέκδοτη ελαιογραφία – 140×370 εκατ. –

σε μουσαμά, Κέντρο Τεχνών – Πάρκο Ελευθερίας, τηλ. 210-7232.603, έως 29 Μαρτίου