TO TPIHMEPO Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, έτσι όπως το «σφράγισε» ο Γιώργος

Παπανδρέου, έδειξε πως το Κίνημα αρχίζει να εισέρχεται σε νέα εποχή – η οποία

πολύ απέχει όχι μόνο από τον καιρό που ο Αντρέας μιλούσε για το

«κράτος-στρατηγείο», τέλη της δεκαετίας του ’80, αλλά και από την πιο πρόσφατη

εποχή, όταν ο Κώστας Σημίτης μιλούσε για «ισχυρή Ελλάδα – ισχυρή οικονομία –

κοινωνική συνοχή».

Παρότι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ απέφυγε επιμελώς να περιγράψει ένα σχέδιο για τη

διακυβέρνηση που θα εφήρμοζε ο ίδιος, περιοριζόμενος να τονίσει τα στοιχεία

που απορρίπτει – και τα οποία προσήπτε ως επί το πλείστον στην κυβέρνηση της

N.Δ. -, μπορεί κανείς να διαπιστώσει κάποιες εκλεκτικές συγγένειες αλλά και

διαφορές, τόσο με τα… προηγούμενα ΠΑΣΟΚ όσο και με τα αδελφά

σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης.

Όπως έλεγαν στελέχη του ΠΑΣΟΚ με εμπειρία, εάν κάποιος θέλει να ξεχωρίσει τα

στοιχεία της ομιλίας του κ. Παπανδρέου, πρέπει να απαριθμήσει τη «δημοκρατική

ανατροπή», τη σύνδεση «οικονομίας – κράτους – αγοράς», την έμφαση σε «παιδεία

– έρευνα – τεχνολογία» και την «επένδυση στον άνθρωπο». Αυτό που δημιούργησε,

ωστόσο, τη μεγαλύτερη αίσθηση είναι η κατηγορηματική απόρριψη του «κρατισμού»

και η αποδοχή της αγοράς.

Διά της εις άτοπον απαγωγής, θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι ο κ.

Παπανδρέου παίρνει σαφείς αποστάσεις από το ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό

μοντέλο, που δίδει έμφαση στην κοινωνική αλληλεγγύη και βλέπει το κράτος ως

υπεύθυνο για ένα δίχτυ ασφαλείας, το οποίο θα καλύπτει κυρίως τους κοινωνικά

φτωχούς και αποκλεισμένους. Ίσως να μην είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο κ.

Παπανδρέου δεν ανέφερε ούτε μία φορά τις λέξεις σοσιαλισμός και

σοσιαλδημοκρατία.

Άλλη διαφοροποίηση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ από την ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά

είναι η ελαχιστοποίηση του ρόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της συμμετοχής σε

αυτήν – ενώ, για παράδειγμα, υπήρξε εκτενής αναφορά στον ρόλο των Ηνωμένων

Εθνών. Φαίνεται, έτσι, ο κ. Παπανδρέου να μην αναγνωρίζει μια πολιτική που

έχουν αποδεχθεί οι ομόλογοί του στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες – ότι πεδίο

σύγκλισης και σύγκρουσης είναι η Ευρώπη, καθώς τις κοινές πολιτικές της

καλούμαστε να εφαρμόσουμε.

Αυτές οι αμυδρές διαφοροποιήσεις του κ. Παπανδρέου από τους σοσιαλδημοκράτες

της Ευρώπης, αλλά και από τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Κώστα Σημίτη, κάνουν

πολλούς να εικάζουν ότι υπάρχει μεγαλύτερη προσέγγιση με τον Τόνι Μπλερ της

Βρετανίας ή τον Μπιλ Κλίντον των Δημοκρατικών της Αμερικής. Κάτι τέτοιο, όμως,

θα ήταν ελαφρώς αυθαίρετο, αφού ο κ. Παπανδρέου δεν υπεισήλθε σε παραμέτρους

της πολιτικής που προκρίνει – είτε πρόκειται για την απασχόληση, είτε για τις

ιδιωτικοποιήσεις, είτε για την ανταγωνιστικότητα, είτε για τη φορολογία.

Εκείνο που θα μπορούσε να θεωρήσει κάποιος ότι προσομοιάζει με το αμερικανικό

μοντέλο, είναι οι διαδικασίες που έχει επιλέξει έως τώρα ο κ. Παπανδρέου. H

ανάδειξή του, για παράδειγμα, στην προεδρία του κόμματος από το σύνολο των

ψηφοφόρων και όχι από τα κομματικά μέλη, ή ο υποβιβασμός των οργάνων και των

κορυφαίων στελεχών διά του τρόπου με τον οποίο αναδείχθηκαν, είναι στοιχεία

που «φέρνουν» προς το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ, όπου ισχύει ουσιαστικά το

«ενός ανδρός αρχή».

Πάντως, όλοι όσοι μετείχαν στο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ συμφωνούν πως είναι ακόμη

νωρίς για να αποκωδικοποιηθεί ο λόγος – και οι πολιτικοί στόχοι – του Γιώργου

Παπανδρέου. Άλλωστε, προσθέτουν, αυτό που προέχει σήμερα είναι η διαφοροποίηση

από τη N.Δ. και όχι ο προσδιορισμός της επακριβούς πολιτικής ταυτότητας.