Νιώθω την ανάγκη αυτές τις ημέρες, καθώς βλέπω, ακούω και διαβάζω τα

διαμειβόμενα γύρω από εκείνο που επικράτησε στον νου του απλού ανθρώπου – του

χριστιανού, αλλά και του πολίτη – ως εκκλησιαστική διαφορά και διαμάχη, να

εκφράσω μια βαθύτερη θλίψη.

Στην υπόθεση που παρακολουθούμε να εκτυλίσσεται όλους αυτούς τους μήνες,

υπάρχει έντονο το στοιχείο της επιβολής και της εξουσιαστικότητας. Το στοιχείο

αυτό τραυματίζει άμεσα τη σχέση που χιλιάδες Έλληνες διατηρούν με τη ζωή της

Εκκλησίας και όσα αυτή εκφράζει. Και μάλιστα σε μία δύσκολη και άνυδρη

πνευματικά εποχή, όπου όλο και περισσότεροι φαίνεται να αναζητούν εκεί, πέρα

από τον σεβασμό σε θεσμούς και παραδόσεις, μία βαθύτερη σημασία. Ένα στήριγμα,

μια αποσαφήνιση και πλήρωση – θα έλεγα – του νοήματος της ζωής. Πράγματα

δύσκολα συμβιβάσιμα με τη γλώσσα επιβολής, κάθε γλώσσα επιβολής.

H διαχείριση των εκκλησιαστικών πραγμάτων με ένα τέτοιο πνεύμα εξουσίας δεν

είναι μόνο που ενοχλεί και διαταράσσει τις παραδοχές που υπήρχαν στον νου του

απλού ανθρώπου για το τι είναι η Εκκλησία του, αλλά και δυσχεραίνει την ίδια

την κατανόηση των διαμειβόμενων από τον απλό πάντα άνθρωπο.

H αμφισβήτηση του συμβολικού προεχόντως ρόλου του Οικουμενικού Πατριαρχείου,

ενός ρόλου που συνδέεται άρρηκτα με τις ιστορικές μνήμες μας, κινδυνεύει να

πλήξει ένα πολύτιμο κομμάτι της Ιστορίας μας. Και αυτό είναι πέραν από κάθε

είδους απάντηση στο ερώτημα ποιος μπορεί να έχει δίκιο σε αυτήν τη διοικητική

διαφορά.

Το βαθύτερο στοιχείο κυριαρχίας που συνοδεύει τις κινήσεις και τους χειρισμούς

επιβολής το οποίο παρατηρούμε βρίσκεται στον αντίποδα του μηνύματος ελευθερίας

που χαρακτηρίζει την ουσία της χριστιανικής διδαχής και που αυτονόητα

προσδοκούμε να οδηγεί και να συνοδεύει τα βήματα των δρώντων προσώπων της

Εκκλησίας.

Έχοντας ζήσει και βιώσει ως γιος ενός απλού ιερέα εκφράσεις επιβολής

εκπροσώπων του εκκλησιαστικού κατεστημένου, δεν μπορώ παρά να νιώθω μιαν πικρή

γεύση, γεύση απογοήτευσης, από ενέργειες πρόδηλα εξουσιαστικές, οι οποίες κατά

τίποτε δεν υπηρετούν τον κατευνασμό και την ειρήνευση, που πρέπει να είναι

οδηγός για την πράξη των ανθρώπων της Εκκλησίας.

Ο Λευτέρης Κουσούλης είναι επικοινωνιολόγος