Λευτέρης Βογιατζής: Βλέπω πολύ αισιόδοξα το ελληνικό θέατρο. Τουλάχιστον ως

προς τη ζωντάνια που εκπέμπει. Βλέπω όσες παραστάσεις μπορώ. Και νομίζω ότι

υπάρχουν αρκετές νεώτερες δυνάμεις με καλές προοπτικές

«Υπήρχε πάντα η διάθεση να κάνω άλλο ένα έργο του Μολιέρου. Αν λειτουργούσα

διαφορετικά και είχα τον χρόνο και όλες οι συνθήκες ήταν πιο ευνοϊκές θα έκανα

κι άλλα. Γιατί με ενδιαφέρει ο Μολιέρος».

Ο Λευτέρης Βογιατζής, ο Μέγας Τεχνίτης του Θεάτρου μας – και τι λεπτοτεχνία!

-, οκτώ χρόνια μετά τον «Μισάνθρωπο» του 1996, επανέρχεται με τη «νέα Σκηνή»

του στον Μολιέρο. Και ανεβάζει «Το σχολείο των γυναικών».

«Δεν είχα διαλέξει ποιο έργο του θα κάνω. H επιλογή ήταν της Χρύσας Προκοπάκη.

Έχω μια τέτοιου είδους επικοινωνία μαζί της που μόλις μου είπε «μεταφράζω «Το

σχολείο των γυναικών», σε ενδιαφέρει;», της είπα «θαύμα!», κι αυτό ήταν.

Ακαριαίο!».

Συναντηθήκαμε μεσημεράκι στο σπίτι του, στο Κολωνάκι, – ένα παλιό διαμέρισμα.

Κάθεται στο γραφείο του, πίνει τον καφέ του και τρώει τις φέτες του που έχει

αλείψει με μέλι. Παντού σκόρπια χαρτιά, σωροί από εφημερίδες, ξένα βιβλία για

τον Μολιέρο και την εποχή του, γαλλικές εκδόσεις του «Σχολείου…»…

«Το έργο είναι εντελώς διαφορετικό από τον «Μισάνθρωπο», αλλά εμπεριέχει, όπως

και ο ήρωάς του, ο Αρνόλφος, στοιχεία και από τον «Μισάνθρωπο» αλλά και από

άλλα έργα του Μολιέρου – από τον «Ζορζ Νταντέν», τον «Κατά φαντασίαν κερατά»,

το «Σχολείο συζύγων», τον «Φιλάργυρο» έως και από τον «Δον Ζουάν». Ακόμη και ο

«Αρχοντοχωριάτης» του «παίζει» μέσα εκεί. Σε πολύ μικρή αλλά «δυναμική» δόση.

Ο Αρνόλφος για να παραστήσει ότι έχει «ευγενείς» ρίζες αυτοαποκαλείται Κύριος

Ντε Λα Σους. «Σους» είναι στα γαλλικά το «κούτσουρο». Υπονοεί ότι είναι με

ρίζα, από τζάκι… Υπάρχει, μάλιστα, στον διάλογο μια αναφορά στον αδελφό του

Κορνέιγ (σ.σ.: ο συγκαιρινός του Μολιέρου μεγάλος συγγραφέας τραγωδιών), ο

οποίος κάτι ανάλογο έπραξε, που όταν την μάθανε οι Κορνέιγιδες γίνανε…

Είναι το πρώτο από τα Μεγάλα έργα του Μολιέρου. Τα κωμικά επεισόδια, ναι μεν

έλκουν την καταγωγή τους από την κομέντια ντελ άρτε και τη φάρσα της εποχής

αλλά στα χέρια του Μολιέρου παίρνουν άλλο χαρακτήρα. Εδώ αρχίζεις να βλέπεις

αυτή τη σκοτεινιά που εμφανίστηκε στα έργα του. Μια διάθεση τελείως μαύρη.

Αυτό είναι που με τράβηξε πολύ στο έργο. Είναι μαθηματικά προδιαγεγραμμένο από

την αρχή να συμβεί το αντίθετο απ’ ό,τι ελπίζει ο Αρνόλφος. Από την πρώτη

φράση. Όλα όσα θέλει να αποφύγει έχουν συμβεί πριν. Είναι πολύ αστείο αλλά και

πάρα πολύ θλιβερό».

Μιλάτε για «σκοτεινιά» του έργου. Μήπως η σκοτεινιά αυτή βρίσκεται μέσα σας

πρώτα, ειδικά μετά το έργο της Σάρας Κέιν που ανεβάσατε;

«Όχι. Έχει σχέση αποκλειστικά με το έργο. Ακόμα και ο ήχος των στίχων του

είναι σαν ροπαλιές από μια εντελώς αδύνατον να αποφευχθεί μοίρα. Ο Αρνόλφος

θεωρεί τον εαυτό του ξεφτέρι, αλλά όλα πάνε στράφι. Υπάρχει από την αρχή, πριν

ακόμα αρχίσει το έργο, μια κατιούσα».

Το έργο χαρακτηρίζεται, όμως, κωμωδία και απευθυνόταν σε ένα ευρύ κοινό.

Μήπως η γνώση που συσσωρεύτηκε στα τριακόσια πενήντα χρόνια τα οποία έχουν

μεσολαβήσει οδηγεί σε μια διανοουμενίστικη «ανάγνωση» που στερεί το έργο από

τη φρεσκάδα της κωμωδίας;

«Τα «μαύρα» στοιχεία που αναφέρω υπάρχουν στο κείμενο. Ο Μολιέρος το ταλέντο

του κωμωδιογράφου είχε, αλλά πάντα τραγικά έργα ήθελε να γράψει. Επιπλέον, ο

ίδιος είχε μια ιδιοσυγκρασία σαν να κουβαλούσε μια μοιραία διάθεση. Ακόμα και

στο θέμα του κερατώματος. H ιστορία με την Αγνή μπορεί να απηχεί και την

ιστορία με τη γυναίκα του που είχε τα μισά του και λιγότερα χρόνια και που

εξαιτίας της με τον φόβο αυτό ζούσε.

Την εποχή εκείνη τα φαρσικά στοιχεία μπορεί να προξενούσαν γέλιο. Σήμερα τι

γέλιο να προξενήσουν; Στις κωμωδίες του Σαίξπηρ πόσο μπορεί πια να γελάσεις;

Ξέρετε ότι τον 19ο αιώνα «Το σχολείο…» ανεβαζόταν ως τραγωδία;».

Τρόμος, εξουσία και έρωτας για μια… τετράχρονη

«Το σκηνικό με τους «μαιάνδρους»», μου λέει για την όψη της παράστασης του

«Σχολείου του γυναικών» ο Λευτέρης Βογιατζής, «δηλώνει την απουσία τόπου.

Ζήτησα μια μακρινή αίσθηση θεατρικότητας, και όχι ρεαλιστική απεικόνιση»

«Ο Αρνόλφος είναι ένας αστός που έχει μια μανία: ένα βαθύ τρόμο ότι η γυναίκα

που θα παντρευτεί θα τον κερατώσει», λέει ο Λευτέρης Βογιατζής για τον

πρωταγωνιστικό ρόλο. «Αυτό έχει να κάνει με εφιάλτες ανδρικούς, αλλά δεν

«πήγα» την παράσταση εκεί γιατί δεν υπάρχει λόγος να στερήσει κανείς το έργο

από τους χυμούς του. Είναι το μόνο που τον απασχολεί. Φοβάται τη γελοιοποίηση.

Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο το όνομά του. Ο Άγιος Αρνόλφος είναι ο προστάτης των

κερατάδων. Και ενώ για τον λόγο αυτό δεν παντρευόταν, το αποφασίζει σε μια

ώριμη ηλικία.

Είναι τόσο εύπορος ώστε διαλέγει ένα κοριτσάκι τεσσάρων χρόνων, το οποίο, όπως

λέει, το «αγαπάει» – εγώ μεταφράζω, όσο κι αν ακούγεται απίθανο, «το

ερωτεύεται». Βέβαια ο Μολιέρος δεν είναι Ναμπόκωφ ούτε το έργο η «Λολίτα»,

παρ’ όλα αυτά όμως υπάρχει μια τόλμη – το οποίο όταν μεγαλώσει θα γίνει η

σύζυγος που εκείνος θέλει και που, φτωχούλα και υπάκουη καθώς θα είναι, δεν θα

μπορεί να του «κοπανάει» ούτε τη γενιά της ούτε την προίκα της».

Καθαρίζει τη φωνή του. «Εκεί βέβαια κρύβεται και μια ανάγκη εξουσίας. Μια

γυναίκα επί ίσοις όροις, μορφωμένη, με συναναστροφές, σαφώς έχει μια θέση. Που

καταργεί την εξουσία του άντρα. Αυτό το κοριτσάκι το κλείνει σε ένα

απομακρυσμένο μοναστήρι δίνοντας εντολή να μη μάθει τίποτα, να μείνει ηλίθιο.

Αυτά θα ακούγονταν τότε πολύ αστεία αλλά και πολύ σοκαριστικά. Αυτό είναι το

χαρακτηριστικό του Μολιέρου. Να «παίζουν» κωμικά στοιχεία στα οποία όμως

υπάρχει μια μαυρίλα, μια ξεραΐλα, μια απελπισία, ένα αδιέξοδο… Να πάρεις ένα

παιδί και να το κάνεις έτσι!».

«Το κορίτσι το λένε, καθόλου τυχαία, Αγνή. Το βγάζει από το μοναστήρι στα

δεκαέξι του χρόνια και αποφασίζει, βλέποντας ότι το σχέδιό του πέτυχε και ότι

έχει μπροστά του ένα εντελώς αθώο παιδί, να το παντρευτεί. Έχει μια σιγουριά,

μια ματαιοδοξία, μια αυτάρκεια πνευματική, μια σιγουριά ότι είναι αξεπέραστος

σε σχεδιασμούς και στρατηγικές. Παίρνει την Αγνή σπίτι του και μετά, επειδή

μπαινοβγαίνουν εκεί οι φίλοι του και άλλοι, την κλείνει σε ένα άλλο ώστε να

μην έρχεται με κανέναν σε επικοινωνία. Αλλά το κακό έχει γίνει. Γυρίζοντας από

ένα ταξίδι που έχει κάνει για δουλειές συναντάει τον Οράτιο, γιο ενός παλιού

φίλου του που του εξομολογείται ότι είναι ερωτευμένος με μια κοπέλα. Που,

καθόλου εκ θαύματος, είναι η Αγνή. H ίδια η φύση είχε δημιουργήσει τις

καταστάσεις ώστε να γνωριστεί με τον νέο όταν εκείνος έλειπε. Κι αρχίζει μια

τρέλα όπου ο Αρνόλφος, χωρίς να φανερώσει στο νέο ότι είναι ο κηδεμόνας της

Αγνής και χωρίς να μάθει η Αγνή ότι ξέρει τα πάντα, προσπαθεί να μαθαίνει από

τον Οράτιο, που επιπόλαια του τα εξομολογείται όλα, ό,τι συμβαίνει ανάμεσα

στους δύο νέους».

«Είχε εχθρούς, γιατί έλεγε αλήθειες»

«Ο Μολιέρος είχε εχθρούς γιατί έλεγε πάντα την αλήθεια. Έκανε συμβιβασμούς,

αλλά όσους μπορούσε να αποφύγει τους απέφευγε. Ακόμα και μέσα στο περιβάλλον

των Βερσαλλιών. Ήταν βέβαια ευνοούμενος του βασιλιά και παρά τις κατηγόριες

των εχθρών του η σχέση αυτή ποτέ δεν χάλασε, αλλά το συγκεκριμένο έργο στάθηκε

η αφορμή για τις συνεχείς διενέξεις με τις διάφορες φατρίες που ακολούθησαν.

Ήταν η αρχή. Εδώ μπαίνει για πρώτη φορά στο έργο του ο ψευτοθρήσκος, εδώ

μιλάει πρώτη φορά για τις «χαμηλοβλεπούσες», για τις «γραμματιζούμενες», εδώ

μιλάει για τη φυσικότητα του έρωτα, για τη σχέση του ανθρώπινου σώματος με τη

φύση… Σε μια κοινωνία τόσο επιφανειακή και ψεύτικη αυτά σοκάρισαν. Και το

έργο του αυτό γίνεται η μεγαλύτερη επιτυχία του στο θέατρο αλλά και αφορμή για

ένα σκάνδαλο που το δημιουργούν αυτοί που θίγονται. Και αρχίζει η περίφημη

διαμάχη για «Το σχολείο των γυναικών» – άρθρα, ποιήματα, επιστολές, έργα

θεατρικά…».

H ταυτότητα

«Το σχολείο των γυναικών» του Μολιέρου

Μετάφραση: Χρύσα Προκοπάκη

Σκηνοθεσία: Λευτέρης Βογιατζής

Σκηνικά – Κοστούμια: Έλλη Παπαγεωργακοπούλου

Μουσική: Νίκος Κυπουργός

Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος

Ειδικές κατασκευές: Αφροδίτη Πουρνάρη

Βοηθός σκηνοθέτη: Ελισάβετ Αντάπαση

Βοηθοί σκηνογράφου: Τατιάνα Σουχορούκωφ, Μαργαρίτα Χατζηιωάννου

Διανομή

Αρνόλφος: Λευτέρης Βογιατζής

Αγνή: Αγγελική Παπούλια

Οράτιος: Νίκος Κουρής

Κριζάλντ: Άκης Βλουτής

Αλέν: Άγγελος Μπούρας

Ζορζέτ: Αλεξάνδρα Λέρτα

Συμβολαιογράφος: Προκόπης Πολίτης

Ανρίκ: Στέργιος Νένες

Ορόντ: Προκόπης Πολίτης

INFO

Από τη «νέα Σκηνή», στο θέατρο «Οδού Κυκλάδων» (Κυκλάδων 14, Κυψέλη, τηλ.

210-8217.877). H πρεμιέρα την Κυριακή 4 Απριλίου.