Ας θεωρήσει ο αναγνώστης μου το βιβλίο του Χέρμαν Μπροχ «Ο Χόφμανσταλ και η

εποχή του»* αφορμή για τη σημερινή εσωστρεφή επιφυλλίδα. Ας αναγνώσει υπό τας

γραμμάς την ανάγκη μου για τη δημοσίευσή της, υποθέτοντας ό,τι θέλει.

Ο Μπροχ, με πρόσχημα έναν αισθητή λογοτέχνη, τον Χόφμανσταλ, γράφει ένα

πολιτικό δοκίμιο για μια εποχή «απόλυτης στασιμότητας» στην Αυστρία του τέλους

του 19ου αιώνα. Το γράφει πριν απ’ τη μετανάστευσή του στην Αμερική και κατά

τη διάρκεια της φυλάκισής του από «αυτήν τη λαίλαπα που κατέστησε τον θάνατο

πολύ αληθινό, τον Χίτλερ».

Την ίδια ωστόσο εποχή, σ’ εκείνη τη Βιέννη των βαλς και του αμβουργιανού

ψευδομπαρόκ, θεμελιώνεται η νεωτερικότητα: στη ζωγραφική από τον Κλιμτ και τον

Σίλε, στην αρχιτεκτονική από τον Λόος και τον Ότο Βάγκνερ, στη μουσική από τον

Σένμπεργκ, στη φιλοσοφία από τον Κύκλο της Βιέννης και τον Βιτγκενστάιν, στη

λογοτεχνία από τον Μούζιλ, τον ίδιο τον Μπροχ και κυρίως αυτή την ακραία

μορφή, τον Καρλ Κράους, στον ανατρεπτικό ρόλο του οποίου ο Μπροχ αφιερώνει τις

τελευταίες σελίδες του δοκιμίου του.

Ο Μπροχ περιγράφει την παθολογία της εποχής και προτείνει θεραπεία.

«Όταν η Δύση διέλυσε το χριστιανικό σύστημα και δε γνώριζε κανένα άλλο για να

το αντικαταστήσει, άρχισε η κυριαρχία των μιμητικών συστημάτων και μαζί της

άρχισε η κυριαρχία του Κακού».

«Κακό», ονομάζει ο Μπροχ εκείνο το αντισύστημα που υποβιβάζει τις αξίες – ή

μάλλον την «άπειρη στόχευση της αξίας» – σε μια περατή, γήινη υπόσταση (ένα

είδωλο ή ένα δόγμα ή ένα ωραίο προϊόν-κιτς). Σε τούτη την υπόσταση δίνει το

όνομα του Αντίχριστου. Αυτός κυριαρχεί και αυτός διαστρέφει. Οπότε, εάν θα

ήθελε κάποιος να λυτρωθεί από την κακοποιό του δράση, θα πρέπει ή να πιστέψει

στον Θεό ή να αποδεχθεί μια μεταθρησκευτική ιστορική διαδικασία, η οποία,

εντέλει, είναι κι αυτή διδασκαλία της σωτηρίας. Αν κατάλαβα καλά, στον Μπροχ

δεν υπάρχει άλλη επιλογή: πίστη ανερεύνητη ή δοκιμασμένος ορθολογισμός. Και

τις δυο φορές, το ίδιο ζητούμενο: η λύτρωση. Είναι άραγε δυνατή; Ευτυχώς, όχι.

Αν ήταν, θα έπαυε να τίθεται ως αίτημα. Είναι επαναστατική; Όπως κάθε αίτημα

και κάθε ουτοπία, ναι. Χάνεται διαρκώς, αλλά κερδίζεται στην τελευταία μάχη:

τον θάνατο. Και γι’ αυτό δεν συνιστά ψευδαίσθηση, αλλά ένα αντικειμενικό

γεγονός, που το βιώνει κανείς πολύ αργά ή το υποπτεύεται κατά τη διάρκεια της

ζωής του, «μαζεύοντας ξερόκλαδα στο σούρουπο», όπως λέει ο ποιητής.

Υπάρχει βέβαια κάποιος που σώζεται στιγμιαία και που αρχίζει πάλι από την αρχή

για να ξανασωθεί. Ούτε θεοσεβής ούτε άθεος. Ούτε ρομαντικός ούτε ορθολογιστής:

ο είρων. Δεν εγγράφεται ούτε στον μεσσιανισμό ούτε στις ελευθεριακές ουτοπίες

που επιβιώνουν και στον αιώνα μας – μαζί με τον μεσσιανισμό. Δεν περιμένει

ούτε τον συλλογικό Μεσσία ούτε τον Αντίχριστο να μετατρέψει σε αντιστοιχία και

αμοιβαία διέγερση τη διαφορά ανάμεσα στον μεσσιανισμό και την ελευθεριότητα,

προκειμένου η πολιτισμική συμβίωση να αποδεχθεί ακόμα και την καταστροφή.

Αφήνει στους νεώτερους μιαν άχρηστη κληρονομιά: τους ηττημένους της Ιστορίας.

Ο Μπροχ τον διακρίνει στο πρόσωπο του Κράους: «Ξήλωσε πόντο-πόντο το πλέγμα

του Κακού, την ασημαντότητα με την ασημαντότητα και τη γελοιότητα με τη

γελοιότητα, δίνοντας έτσι μια ταυτότητα στο Κακό», διότι «σε μια παγκόσμια

μολυσμένη ατέλεια της φρασεολογίας, όπου το κιτς είχε ως οίκο του τον ημερήσιο

Τύπο, η μη-Ζωή αντικατοπτριζόταν και συνάμα ανανεωνόταν μέσα από τις φράσεις

του», τα γραφόμενά του.

Ο Κράους, λοιπόν, βρήκε τον τρόπο, χωρίς επιφυλλίδες και μακρόσυρτα άρθρα, να

πολιτεύεται με αιχμές και να φθονείται όσο κανείς άλλος. Δεν άφηνε κανέναν να

τον εμποδίσει να διαπλάσει ό,τι τον εμπόδιζε να διαπλάσει. Γνώριζε ότι

αλήθειες είναι αυτές που μπορούν να επινοηθούν. Τα ελαττώματά του τού ανήκαν

αδιαφιλονίκητα και αυτό του έδινε το κουράγιο να επικαλείται και τα

προτερήματά του. Υποστήριξε πως αδικία πρέπει να υπάρχει, αλλιώς δεν

τελειώνουμε ποτέ. Όλους μπορούσε να τους κάνει να αγανακτήσουν, να καθησυχάσει

όμως τον καθένα χωριστά, αυτό ξεπερνούσε τις δυνάμεις του. Δεν ζήτησε από

κανέναν φωτιά. «Δεν θέλω», έγραψε, «να υποχρεώνομαι σε κανέναν. Γι’ αυτό δεν

ζητάω από κανέναν φωτιά. Ούτε στη ζωή, ούτε στον έρωτα, ούτε στη λογοτεχνία.

Κι όμως καπνίζω».

Εγώ, όχι! Και ούτε θέλω να υποχρεώνομαι.

* Χέρμαν Μπροχ, «Ο Χόφμανσταλ και η εποχή του», μτφρ. Δ. Πολυχρονάκης,

Πατάκης 2003.