|
|
H απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης και ο ανταγωνισμός των τραπεζών για
μεγαλύτερα μερίδια στην αγορά οδήγησαν στη δημιουργία ευέλικτων προϊόντων
χρηματοδότησης για την κάλυψη αναγκών που ξεκινούν από την απόκτηση στέγης και
φτάνουν μέχρι την αγορά καταναλωτικών αγαθών. Τα νέα προϊόντα καλύπτουν
καταναλωτικές ανάγκες με δάνεια μεγάλων ποσών, με επιτόκια που διαμορφώνονται
ανάλογα με τις ανάγκες και τη φερεγγυότητα του πελάτη και με προσφορές. H
εξέλιξη αυτή έφερε αλλαγές και στα στεγαστικά δάνεια, τα οποία προσφέρονται
μαζί με καταναλωτικά, με ευνοϊκότερους όρους και με μεγαλύτερη ευελιξία.
Περιορισμοί
Στην πράξη, όμως, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα και υπάρχουν ακόμα
περιορισμοί. Για παράδειγμα, η απελευθέρωση των ανώτατων ορίων στα
καταναλωτικά δάνεια δεν σημαίνει ότι καταργήθηκε το δικαίωμα των τραπεζών να
θέτουν δικά τους ανώτατα ποσά χρηματοδότησης (π.χ. 100.000 ευρώ). Άλλωστε,
αυτά τα υψηλά ποσά δεν αφορούν τους «πολλούς», αφού δεν χορηγούνται στους
περισσότερους καταναλωτές. Απαιτούν πολύ υψηλό ετήσιο εισόδημα (πάνω από
50.000 ευρώ), ακίνητη περιουσία για προσημείωση (αξίας τουλάχιστον 120.000
ευρώ), καλή σχέση του πελάτη με τις τράπεζες, μη ύπαρξη άλλων υποχρεώσεων
(π.χ. ενοίκια, άλλα δάνεια, πολλά παιδιά κ.λπ.) και σταθερή εργασία. Φυσικά, ο
ενδιαφερόμενος δεν θα πρέπει να έχει περάσει από τη μαύρη λίστα του Τειρεσία.
Πιο εύκολα
Κάτι αντίστοιχο ισχύει και στα στεγαστικά δάνεια. Επειδή, όμως, τα στεγαστικά
δάνεια είναι μεγαλύτερης διάρκειας και προβλέπεται υποχρεωτική προσημείωση, τα
πράγματα είναι αρκετά πιο εύκολα. Αντίθετα, στα καταναλωτικά δάνεια που
δίνονται χωρίς εξασφαλίσεις (είναι οι απόγονοι των παλαιότερων προσωπικών
δανείων των 3.000 ευρώ χωρίς δικαιολογητικά), οι προϋποθέσεις δανειοδότησης
παραμένουν πολύ αυστηρές, ιδιαίτερα για τους πελάτες που επισκέπτονται πρώτη
φορά μία τράπεζα, η οποία δεν έχει το ιστορικό τους.
Αυτοί που έχουν
Αυτές οι προϋποθέσεις θυμίζουν τη φράση γνωστού τραπεζίτη, ο οποίος είχε πει
ότι «δεν θέλουμε οι τράπεζες να δανείζουν τελικά όσους δεν έχουν ανάγκη τα
χρήματα». Παρ’ όλα αυτά, στην πράξη παίρνουν πιο εύκολα δάνεια (κάθε είδους)
αυτοί που έχουν χρήματα.
Μετά την απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης, οι τράπεζες ανέλαβαν αυτές την
ευθύνη για να αποφασίζουν πώς και πόσο θα δανείζουν έναν πελάτη. Αυτό τις
οδήγησε να υιοθετήσουν στην πράξη πιο περίπλοκα και αυστηρά κριτήρια
χρηματοδότησης, ώστε να μην αναλαμβάνουν μεγάλο κίνδυνο.
Ο υπολογισμός
H «ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ» παρουσιάζει σήμερα έναν απλό τρόπο με τον οποίο μπορεί ένας
ενδιαφερόμενος για στεγαστικό ή καταναλωτικό δάνειο να υπολογίζει κατά
προσέγγιση το ύψος του δανείου που «δικαιούται» με βάση τα νέα δεδομένα. Δύο
είναι τα στοιχεία που πρέπει να γνωρίζει: τον μισθό του και την αξία της
κινητής (κυρίως καταθέσεις, μετοχές, ομόλογα) και ακίνητης περιουσίας του.
Τι δάνειο θα πάρετε για στέγη
Ο υπολογισμός του μέγιστου ποσού χρηματοδότησης στα στεγαστικά δάνεια είναι
σχετικά εύκολος.
1ο βήμα: Πολλαπλασιάστε το καθαρό μηνιαίο εισόδημα (π.χ. 900 ευρώ) με
το 50. Το ποσό που προκύπτει (45.000 ευρώ) είναι το ύψος του δανείου που
εύκολα μπορεί μια τράπεζα να χορηγήσει, με βάση το εισόδημα. Το ποσό αυτό
αποτελεί καλή προσέγγιση του πραγματικού που υπολογίζει μία τράπεζα, αφού με
δόση 300 ευρώ τον μήνα (το ένα τρίτο του καθαρού μηνιαίου εισοδήματος),
επιτόκιο 5,4% και διάρκεια 20 έτη, το ανώτατο ποσό δανείου είναι 43.972,05
ευρώ. Περίπου το ίδιο ακριβείς είναι και οι μέθοδοι που ακολουθούν για τα
καταναλωτικά δάνεια με ή χωρίς εξασφάλιση.
2ο βήμα: Διαιρέστε το ποσό του δανείου (45.000 ευρώ) με το 0,75 και
βρείτε το ποσό της προσημείωσης του ακινήτου που απαιτείται (60.000 ευρώ). Αν
η αξία του ακινήτου είναι μικρότερη από 60.000 ευρώ (π.χ. 50.000 ευρώ), τότε
το ανώτατο ποσό του δανείου θα είναι γύρω στο 75% της αξίας του ακινήτου
(38.000 ευρώ).
Το ανώτατο ποσό χρηματοδότησης στα καταναλωτικά
Ο υπολογισμός του ανώτατου ποσού χρηματοδότησης για καταναλωτικά χωρίς
εξασφάλιση γίνεται ως εξής:
1ο βήμα: Πολλαπλασιάστε το καθαρό μηνιαίο εισόδημα (π.χ. 900 ευρώ) επί
16.
2ο βήμα: Το ποσό που προκύπτει (14.400 ευρώ) είναι το ανώτατο ποσό
χρηματοδότησης καταναλωτικών δανείων χωρίς εξασφάλιση για μισθωτό των 900 ευρώ
τον μήνα.
Συνήθως του χορηγούνται σχεδόν τα μισά (περίπου 7.000 – 10.000 ευρώ).
Με εξασφάλιση
Το ανώτατο ποσό χρηματοδότησης μέσω καταναλωτικών δανείων με εξασφαλίσεις
υπολογίζεται ως εξής:
1ο βήμα: Πολλαπλασιάστε το καθαρό μηνιαίο εισόδημα (π.χ. 900 ευρώ) επί
33.
2ο βήμα: Το ποσό που προκύπτει (29.700 ευρώ) είναι το ανώτατο ποσό
χρηματοδότησης.
3ο βήμα: Για να χορηγηθούν θα πρέπει να προσημειωθεί ακίνητο αξίας ίση
με το 120% των 29.700 ευρώ ή να δοθούν ως εγγύηση ισόποσες (περίπου 30.000
ευρώ) καταθέσεις, ρέπος, ομόλογα κ.λπ. H αξία του ακινήτου που πρέπει να
προσημειωθεί προκύπτει ως εξής: Πολλαπλασιάζετε το ποσό του δανείου (29.700)
με το 1,2 και προκύπτει 35.640 ευρώ. Αν η αξία του ακινήτου είναι μικρότερη,
το ποσό του δανείου μειώνεται ανάλογα.
Ενδιάμεσες περιπτώσεις
Υπάρχουν και ενδιάμεσες περιπτώσεις, όπως, για παράδειγμα, στεγαστικό με
διάρκεια 10 ετών ή καταναλωτικό με εξασφαλίσεις με διάρκεια πέντε ετών. Για
τον λόγο αυτό, αλλά και για να δοθούν ακριβείς απαντήσεις, θα πρέπει ο
ενδιαφερόμενος να επισκεφθεί το κατάστημα της τράπεζας που επιθυμεί. Εξάλλου,
κάθε τράπεζα χρησιμοποιεί τα δικά της κριτήρια.
Επιπλέον, εφαρμόζονται και άλλοι περιορισμοί, που μειώνουν ή αυξάνουν το
τελικό ύψος του δανείου. Για παράδειγμα, η παλαιότητα, η συνέπεια και η καλή
σχέση του πελάτη με την τράπεζα αυξάνει το ποσό του δανείου και μειώνει το
επιτόκιο. Επίσης, όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό της ίδιας συμμετοχής (πόσα
χρήματα δικά του βάζει ο πελάτης για την αγορά) τόσο μειώνεται το επιτόκιο.
Αυτό αυξάνει το ανώτατο ποσό χρηματοδότησης για την ίδια διάρκεια και για το
ίδιο εισόδημα.
