Είχα ν’ ακούσω τη φωνή του καιρό. Πολύ καιρό, δεν θυμάμαι πια πόσο. Μία

απροσδόκητη συνομιλία, μία ξαφνική επαφή σχεδόν από το πουθενά… Ήταν

Εκείνος! Αιφνιδιασμός. Αμηχανία, παύση στα όρια της σιωπής και μετά βαθιά

ανάσα για τα τυπικά. Ένα «πακέτο» κλινικά ηλίθιων ερωτήσεων ήρθε να καλύψει το

κενό: «Πώς είσαι, τι κάνεις, πώς τα πάς, πού χάθηκες;». Αισθάνθηκα μια

προσωρινή αδυναμία. Λεπίδες άρχισαν να σκίζουν το κορμί μου. «Νόμιζα ότι δεν

θα τα ξαναλέγαμε ποτέ», κατάφερα με δυσκολία να ψελλίσω…

H κουβέντα κράτησε ώρα. Πήρε να βραδιάζει. Και είπαμε πολλά. Μικρά, ανούσια

και συγχρόνως τόσο σημαντικά πράγματα. Μιλήσαμε για όλους αυτούς τους μήνες

που πέρασαν, για την περίοδο της παρατεταμένης πνιγηρής σιωπής, για τα

γεγονότα που μεσολάβησαν, για όσα δεν έγιναν, για όσα χάθηκαν, για άλλα

πράγματα που δεν ειπώθηκαν ποτέ… Ναι, τα είπαμε όλα! Ή σχεδόν όλα. Του

ομολόγησα ότι μου έλειψε και ότι δεν περίμενα να τον ξανασυναντήσω, ότι

θεώρησα πως έχει μπει ένα τέλος στην κοινή μας διαδρομή. Εκείνος μου απάντησε

πως με αναζήτησε επίμονα αλλά ως διά μαγείας, συνέβαινε κάτι, σαν να

συνωμοτούσαν όλες οι δυνάμεις του σύμπαντος για να μη με ξαναβρεί.

Εξαντλημένη, αλλά πολύ δυνατή από τη συζήτηση, του είπα στο τέλος, σχεδόν τον

παρακάλεσα να μη μ’ αφήσει ποτέ πάλι μόνη. H υπόσχεσή του ήρθε με ένα απλό

κλείσιμο του ματιού. Κι εγώ τότε άγγιξα τον καθρέφτη και του είπα: «Χαίρομαι

που γύρισες πίσω, παλιέ, καλόκακέ μου Εαυτέ…».