Έτσι τυχαία έπεσα πάνω τους. Σε μια οθόνη της γραμμής Νάξου – Πειραιά. Με

κομμένο τον ήχο αλλά με γυαλισμένη την τηλεοπτική εικόνα. Όλες οι κωμικές

σειρές στη σειρά. H μια μετά την άλλη. Τσόλι η Γυναίκα. Κάθε γυναίκα. Να

ανοιγοκλείνει το στόμα σαν παραμορφωμένη και παραφουσκωμένη πλαστική οπή. Να

μετακινεί τα χέρια της και να γουρλώνει τα μάτια της σαν να της κάνουν

λοβοτομή…

Αισθάνομαι αν όχι όλους, τους περισσότερους αναγνώστες να απορούν και να λένε

μέσα τους: Δεν είναι δυνατόν. Το κείμενο αυτό κάπου το έχουμε ξαναδεί και

μάλιστα πρόσφατα. Λες ο Μπελεζίνης να ξαναδημοσιεύει στη ζούλα παλιό του

γραπτό; Αλλά δεν αναγνωρίζουμε το ύφος του που αρέσκεται σε μακροπερίοδο λόγο,

σε επαναλήψεις, στις πολλές παρενθέσεις κτλ. Εδώ το στυλ είναι κοφτό, χωρίς

ίχνος υπόταξης, καυστικό, εξουθενωτικό. Θυμίζει φωτογραφία προσώπου όπου ένας

οφθαλμο-ρινο-στοματικός μορφασμός αποδίδει στην εντέλεια την έννοια της λέξης

«μυκτηρισμός». Οι σκέψεις και οι απορίες των αναγνωστών με ανησυχούν σφόδρα.

Αλλά είμαι υποχρεωμένος να συνεχίσω. Πού είχαμε μείνει; Στις γυναίκες όπως

εμφανίζονται στα κωμικά σίριαλ της ελληνικής τηλεόρασης. Και οι άντρες:

Χαβαλές ο Άντρας (σχόλιο: το κεφαλαίο σφάζει, όπως πιο πάνω στη λέξη Γυναίκα).

Κάθε άντρας, κάθε τύπου και κάθε ηλικίας. Να ωρύεται, να «φτύνει» και να

χαμογελάει. Και όλοι να κοπανιούνται μέσα στους ίδιους, τέσσερις, χάρτινους

τοίχους. H αποθέωση της φτήνιας, η απογείωση της ευτέλειας, η καταρράκωση της

αξιοπρέπειας, η εμπορευματοποίηση της πορδής. Θεέ μου, πώς τα γράφουν, πώς τα

υπογράφουν, πώς τα παίζουν, πώς τα προβάλλουν. Δεν μπορεί, συνωμοσία είναι. Να

εκμηδενιστεί από μέσα μας κάθε μόριο αυτοεκτίμησης. H λογική του κατήφορου

είναι ο πάτος. Οι Κασσάνδρες της τηλεοπτικής ψυχαγωγίας έχουν δίκιο.

Λαός ταπεινωμένος ποτέ κερδισμένος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πάντες

αναγνώρισαν σε ποιον ανήκει το κυρίως κείμενο και θα τοποθέτησαν τα εισαγωγικά

εκεί που πρέπει. H δικαίως οξύτατη γραφίδα ανήκει στον Δημήτρη Δανίκα.

Πρόκειται για τη δίσημη «Στήλη Άλατος» στο τελευταίο φύλλο και σελίδα των

«ΝΕΩΝ» της 29.8.2003. Αλλά, παρακαλώ, να μη μου αποδοθεί λογοκλοπή. Ίσα – ίσα,

θα απαιτήσω να μου καταβληθεί στο ακέραιο η προβλεπόμενη ανά επιφυλλίδα

αμοιβή. Αν εξαιρέσουμε το ύφος, το θέμα και το περιεχόμενο μού ανήκουν. Εδώ κι

ένα μήνα σκεφτόμουν να γράψω για το χαμηλό επίπεδο – τι λέω; – για τη

χθαμαλότητα και τη χαμέρπεια των τηλεοπτικών κωμικών σειρών. Όπως όμως για

άλλα θέματα, με πρόλαβε κι αυτή τη φορά ο Δανίκας που, ως γνωστόν, διαθέτει

σχεδόν καθημερινή στήλη. Για να μην την ξαναπάθω, λοιπόν, σπεύδω να θίξω ένα

συναφές φαινόμενο, που μολονότι όχι ίσης αρνητικότητας και αποβλακωτικής για

το κοινό επενέργειας, μου τη δίνει προσωπικά αγρίως και πάντως δεν είναι

ιδιαίτερα συμπαθές. Πρόκειται για την επιστράτευση γνωστών και αξιόλογων

κωμικών από τις διαφημιστικές εταιρείες. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν είναι

ανεπίτρεπτο και άλλωστε η διαφήμιση που έχει μπει για καλά στη ζωή μας και

μετέρχεται τα ίδια τεχνάσματα με τη ρητορική και την ποιητική προσφέρει τέρψη

ανάλογα με την έμπνευση και την ποιότητά της. Από τη στιγμή όμως που ένας

δημοφιλής κωμικός, όπως ο Θανάσης Βέγγος, διαφημίζει, δεν έχει σημασία ποιο

προϊόν, με τις ίδιες ατάκες, τις ίδιες χειρονομίες, τα ίδια ακριβώς φερσίματα

που δόξασε και τον δόξασαν στη σκηνή και στην οθόνη, το πράγμα αποβαίνει

τουλάχιστον ενοχλητικό. Είναι, πώς να το κάνουμε, σαν να ξεπουλάει κάτι, δεν

εννοώ την καλλιτεχνική του αίγλη, αυτή είναι εμπορεύσιμη και εξαργυρώσιμη,

αλλά ένα τέλεσμα και χάρισμα βγαλμένο μέσα από συγκεκριμένο κινηματογραφικό ή

σκηνικό πλαίσιο. Θα καταλάβουμε τη διαφορά, αν βάλουμε στον νου μας έναν

τραγωδό, άντρα ή γυναίκα, που διακρίθηκε στον ρόλο της Μήδειας ή του Οιδίποδα,

να προβάλλει…, σαν τι να προβάλλει; Ας πούμε για τον Θηβαίο, για να

αποφύγουμε άλλα ψυχρότατα, το μόλις ανεκτό…, αλλά καλύτερα ας λείπει· κι όσο

για την βάρβαρο από την Κολχίδα… θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου. Κι ας

μην πει κανείς ότι άλλο κωμωδία κι άλλο τραγωδία κι ότι άλλος γράφει

διαφημίσεις για κωμικό ηθοποιό κι άλλος για τραγικό. Εκτός αν θέλει να

λογαριαστεί με τον Αριστοτέλη τού Περί Ποιητικής!

Ο Ανδρέας Μπελεζίνης είναι φιλόλογος, κριτικός της λογοτεχνίας.