Ισχυρός συνδετικός κρίκος αποδεικνύονται οι συγγενικοί δεσμοί ανάμεσα στα μέλη

αρκετών συμμοριών. H περίπτωση της «φαμίλιας Γρηγοράκου», που ο πατέρας

Βασίλης και τα δύο παιδιά του Νίκος και Θεόδωρος ενεπλάκησαν στα κυκλώματα της

νύχτας και εξοντώθηκαν στις συγκρούσεις του υποκόσμου, δεν είναι η μοναδική.

Συμμορίες μικρής ή μεγάλης εμβέλειας συγκροτήθηκαν με βάση τους συγγενικούς

δεσμούς που είχαν τα μέλη τους. Ο πρώτος πυρήνας αναπτυσσόταν μέσα στην

οικογένεια περιλαμβάνοντας κυρίως αδέλφια, για να στρατολογηθούν αργότερα και

άλλα μέλη. Στο οργανωμένο έγκλημα, όπως εξελίχθηκε από τις αρχές της δεκαετίας

του ’80, οι «οικογενειακές συμμορίες» έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Έντονη ήταν η

συμμετοχή τους στην προστασία, τους εκβιασμούς και τις μεγάλες ένοπλες

ληστείες. Οικογένειες της μαφίας α λα ελληνικά: Δεν έχουν ακόμα την παράδοση

από γενιά σε γενιά, τη συγκρότηση και την ιεραρχία των οργανωμένων συμμοριών

του εξωτερικού.

Στη νύχτα, στον τομέα της προστασίας αναδείχθηκαν συμμορίες διαβόητων

κακοποιών με συγγενικές σχέσεις μεταξύ τους. Στις οργανωμένες συμμορίες, οι

οικογενειακοί δεσμοί εξασφαλίζουν τη συνοχή της ομάδας και την τήρηση του

νόμου της σιωπής. Όπως επισημαίνει η δρ Διεθνών Σχέσεων κ. Μαίρη Μπόση, «το

έγκλημα, στη νεώτερη ιστορική διαδρομή του, από την ανάδειξή του στη Σικελία

και την επέκτασή του μέσω των οικογενειών του ιταλικού Νότου στις ΗΠΑ, στήριξε

την επιτυχία του στη «σιωπή» μεταξύ των μελών του. H βασισμένη στους δεσμούς

αίματος οργάνωση αποτελεί το πλαίσιο στήριξης και συντήρησης των μελών της.

Είναι δεδομένο ότι η διοικητική δομή της οργάνωσης αντιστοιχεί στην

οικογενειακή ιεραρχία».

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΓΡΗΓΟΡΑΚΟΥ

Με άρωμα Νέας Υόρκης

Βασίλης και Θεόδωρος Γρηγοράκος. Ο πατέρας (δεξιά) κατηγορήθηκε για

ναρκωτικά. Δολοφονήθηκε αυτός και τα δύο παιδιά του σε αιματηρή βεντέτα.

H ιστορία της οικογένειας Γρηγοράκου ξεκίνησε από την Νέα Υόρκη. Εκεί

μετανάστευσε το 1973 ο Βασίλης Γρηγοράκος με τα τέσσερα παιδιά του, δύο αγόρια

και δύο κορίτσια. Λιθογράφος, άνοιξε μια επιχείρηση γραφικών τεχνών. Με την

οικογένειά του επέστρεψε το 1990 στην Ελλάδα. Από τα κέρδη των επιχειρήσεων

στην Αμερική ο Βασίλης Γρηγοράκος κατασκεύασε στον Άγιο Δημήτριο ιδιόκτητο

Εμπορικό Κέντρο με 20 καταστήματα τα οποία νοίκιαζε. Την εικόνα για τις –

φαινομενικά νόμιμες – δραστηριότητες του Βασίλη Γρηγοράκου στην Αμερική

ανέτρεψε με την κατάθεσή του ο φερόμενος ως πρώην συνεργός του, Πίτερ Σέντομ.

Τον κατηγόρησε ότι ήταν αρχηγός οικογενειακής συμμορίας που εισήγαγε

συστηματικά και διακινούσε κοκαΐνη στην Ελλάδα. Ο Βασίλης Γρηγοράκος

χρηματοδοτούσε τις εισαγωγές, ενώ ο Σέντομ, σύμφωνα με την κατάθεσή του, ήταν

το βαποράκι που μετέφερε τα ναρκωτικά κρυμμένα σε κουτιά πούδρας. Ο Βασίλης

Γρηγοράκος δεν πρόλαβε να απολογηθεί για τις κατηγορίες του Σέντομ. Στη

βεντέτα των συμμοριών, δολοφονήθηκε ο ίδιος και τα δυο παιδιά του.



ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΝΑΣΤΟΥΛΗ

Τα παιδιά της Ελευσίνας

Κώστας Ναστούλης. Από τους σκληρούς της δεκαετίας του ’80 με δράση στους

εκβιασμούς. Στη νύχτα τον ακολούθησαν και τα δύο αδέλφια του

Σε μια γειτονιά της Ελευσίνας έζησαν τα παιδικά τους χρόνια τα τρία αδέλφια

Ναστούλη. Τα πρώτα «μαθήματα» τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια τα πήραν σε

αυτοσχέδιες συμμορίες της γειτονιάς τους. Σύντομα διεύρυναν το πεδίο τους…

Στις σκληρές συγκρούσεις του υποκόσμου δολοφονήθηκε ο μεγαλύτερος αδελφός,

Γεράσιμος, ενώ τα άλλα δύο αδέλφια, ο Κώστας και ο Δημήτρης, εκτίουν ποινές

κάθειρξης. Αρχηγός «αναδείχθηκε» ο μεσαίος αδελφός, Κώστας και το Νοέμβριο του

1998 σκοτώνει έξω από νυχτερινό κέντρο της Αθήνας τον 36χρονο Κώστα Τσαβίδα.

Τον Αύγουστο του 1992 κατάφερε να διαφύγει στον Καναδά, όπου εντοπίσθηκε και

ύστερα από χρονοβόρα διαδικασία εκδόθηκε στην Ελλάδα. Στο πόδι του είχε αφήσει

ήδη τον μεγαλύτερο αδελφό του, Μάκη. Σε μια σύγκρουση συμμοριών όμως, ο

«διάδοχος» βρέθηκε αντιμέτωπος με μια άλλη φαμίλια, τους αδελφούς Βλαστού, και

δολοφονήθηκε. Την παράδοση ακολούθησε ο βενιαμίν της οικογένειας, Δημήτρης ο

οποίος στα 22 του χρόνια πήρε και αυτός το δρομολόγιο για τον Κορυδαλλό. Στις

αποσκευές του είχε ήδη δύο δολοφονίες: ενός 22χρονου πελάτη νυχτερινού κέντρου

πάνω σε καβγά και ένα αιματηρό ξεκαθάρισμα λογαριασμών στον Ιππόδρομο.



ΑΔΕΛΦΟΙ ΒΛΑΣΤΟΥ

Από μικροί στα κυκλώματα

Παναγιώτης Βλαστός. Μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του, που σκοτώθηκε σε

συμπλοκή με αστυνομικούς, είχαν δράση στη νύχτα και στους εκβιασμούς. Τα

«γραμμάτια» από τη νύχτα πλήρωσε ο αδελφός τους, Μάρκος, που δολοφονήθηκε.

Στη δικαστική αίθουσα o Αντώνης Βλαστός προσπαθούσε να πείσει ότι ο γιος του

Παναγιώτης δεν μετείχε στην αιματηρή ένοπλη σύγκρουση με αστυνομικούς στην

Καλλιθέα. Στις δεκαετίες της ζωής του είχε ήδη δει δύο από τα παιδιά του να

σκοτώνονται ενώ το τρίτο ήταν στα πρόθυρα της καταδίκης.

Μεγάλωσε τα παιδιά του σε μια γειτονιά της Μεταμόρφωσης δουλεύοντας ξυλουργός

στο εργαστήριό του. Ο μεγαλύτερος, ο Κώστας, και ο μικρότερος, ο Παναγιώτης,

χάραξαν μαζί την πορεία τους στα κυκλώματα του υποκόσμου από την μετεφηβική

ηλικία. Καταδικάσθηκαν για τη δολοφονία του Μάκη Ναστούλη και του πορτιέρη

νυχτερινού κέντρου Δημήτρη Σίνου. Παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1997 δεν

επέστρεψαν στον Κορυδαλλό από την πενθήμερη άδεια που είχαν πάρει. Δύο μήνες

αργότερα τους σταμάτησαν αστυνομικοί για τροχαία παράβαση. Δευτερόλεπτα

αργότερα η Λεωφόρος Θησέως μετατράπηκε σε πεδίο μάχης. Σκοτώθηκε ο Κώστας

Βλαστός, τραυματίσθηκαν δύο αστυνομικοί ενώ ο Παναγιώτης Βλαστός κατάφερε να

διαφύγει για να συλληφθεί τρεις μήνες αργότερα.



ΑΔΕΛΦΟΙ ΠΑΛΑΙΟΚΩΣΤΑ

Ξεκίνημα από τα ορεινά των Τρικάλων

Βασίλης Παλαιοκώστας. Μαζί με τον αδελφό του Νίκο, ο οποίος διαφεύγει, είχαν

συγκροτήσει συμμορία για ένοπλες ληστείες

Από ένα μικρό χωριό, στα ορεινά των Τρικάλων, ξεκίνησαν τα δύο αδέλφια Νίκος

και Βασίλης Παλαιοκώστας. Για τις αστυνομικές αρχές ήταν για χρόνια ο μεγάλος

πονοκέφαλος. Έκαναν ένοπλες ληστείες και η δράση τους κορυφώθηκε με την

απαγωγή-θρίλερ του βιομήχανου Αλέκου Χαΐτογλου. Είναι παιδιά πολύτεκνης

οικογένειας, που μεγάλωσαν κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Ο πατέρας

τους εργαζόταν στο μεροκάματο πουλώντας λαχεία.

Ο Νίκος, ο μεγαλύτερος αδελφός, εργάσθηκε για κάποιο διάστημα ως ναυτικός και

μετά την επιστροφή του άρχισε την παράνομη δράση με μικροκλοπές και ληστείες.

Τον ακολούθησε αργότερα ο μικρότερος αδελφός Βασίλης αρχίζοντας και αυτός,

όπως όλοι, με κλοπές.

Έπειτα από πολλές αποτυχημένες αστυνομικές επιχειρήσεις για τη σύλληψή τους,

μια στραβοτιμονιά έριξε τον Δεκέμβριο του 1999 τον Βασίλη Παλαιοκώστα στα

χέρια της Αστυνομίας. «Έπαιξα και έχασα», ήταν τα λόγια που είπε όταν του

φορούσαν χειροπέδες. Ο Νίκος Παλαιοκώστας εξακολουθεί να διαφεύγει και

παραμένει στην ενεργό δράση.