Όταν με την ταχύτητα της διαδρομής του αυτοκινήτου διασχίζουμε τις μεγάλες

λεωφόρους που συνδέουν την Αθήνα με την Αττική Οδό και το νέο αεροδρόμιο,

διαπιστώνουμε στη φευγαλέα αυτή εικόνα της πόλης την ουσιαστική έλλειψη κάθε

πρόβλεψης, συνολικής φροντίδας, ουσιαστικού αστικού σχεδιασμού και

αρχιτεκτονικής παρέμβασης για μια στοιχειώδη ενότητα της κατακερματισμένης,

έτσι κι αλλιώς, οριακής προβολής των κτιρίων στις εκατέρωθεν των λεωφόρων

πλευρές.

Εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, οι οριακές αυτές επιφάνειες αντανακλούν σε

μεγάλο βαθμό οδυνηρές πραγματικότητες και παραπέμπουν στην υποβάθμιση της

αρχιτεκτονικής, στην υποταγή της στους κανόνες της αγοράς και της διαφήμισης,

στην αυξανόμενη αδιαφορία και επιθετικότητα προς το περιβάλλον της καθημερινής

ζωής, η οποία εκφράζεται με πράξεις βανδαλισμού προς τα κτίρια και τους

δημόσιους χώρους της πόλης.

H ανάγνωση της πόλης και των τάσεων της εποχής θα ήταν δυνατό να γίνει από τις

γιγαντιαίες διαφημίσεις που επικαλύπτουν τις προσόψεις των κτιρίων, από το

περιεχόμενο του διαφημιζόμενου προϊόντος, αλλά και από τις ακατανόητες

επαναλαμβανόμενες στέψεις με αρχαιοπρεπή αετώματα των υψηλών πολυώροφων

κτιρίων, καθυστερημένο απόηχο της λεγόμενης μεταμοντέρνας αρχιτεκτονικής, η

οποία έχει αποδειχθεί άγονη σε παγκόσμια κλίμακα, εφαρμόζεται όμως ακόμα και

σήμερα στην Ελλάδα, με στόχο να αποδοθεί στα νέα οικοδομήματα η αίγλη του

παρελθόντος.

Ανάλογη έλλειψη συνοχής και μέτρου αναγνωρίζουμε και σε πιο πυκνοκατοικημένες

περιοχές της πόλης, εκεί όπου εκτυλίσσεται η καθημερινή ζωή, με ρυθμούς

ηπιότερους, με βήματα που μετρούν την επικινδυνότητα των μετακινήσεων στα

σπασμένα και άξενα πλακόστρωτα των πεζοδρομίων.

Ποιο είναι λοιπόν το στοιχείο που προσδίδει στην πόλη την urbanity

την αστικότητα -, τη συνολική εικόνα του πολεοδομικού ιστού, με σημεία

αναφοράς και αναγνώρισης της πόλης;

H αστικότητα αναφέρεται σε πολλές παραμέτρους και δεν παραπέμπει μόνο

στις προσόψεις και στην αρχιτεκτονική ποιότητα των κτιρίων.

Τα πεζοδρόμια, ο φωτισμός, η φύτευση, οι σηματοδότες, η σήμανση, τα οδόσημα,

τα περίπτερα και οι τηλεφωνικοί θάλαμοι, οι στάσεις των λεωφορείων και των

ταξί και τόσα άλλα δημόσιου χαρακτήρα εφήμερα ή μόνιμα κατασκευάσματα

αποτελούν στοιχεία αναβάθμισης του αστικού περιβάλλοντος, στοιχεία ενοποίησης

και μέτρου, για μια ανάγνωση του ρυθμού της πόλης και μια, επιτέλους κεφάτη,

παρέμβαση σε μια πόλη πολύβουη και κοσμοπολίτικη, όπως η σημερινή Αθήνα.

Αυτά τα «επουσιώδη» αντικείμενα της πόλης παραπέμπουν σε προθέσεις και

προτεραιότητες, σε θέματα τακτικής και στρατηγικής, άρα πολιτικής, και στην

επιτακτική ανάγκη αναθεώρησης των μέσων και των μεθόδων διαχείρισης της

αστικής πραγματικότητας.

H ανανέωση του αστικού εξοπλισμού θα ήταν δυνατό να εφαρμοστεί διερευνητικά σε

επιλεγμένες περιοχές της πόλης, πέρα από τα νεοκλασικίζοντα κιγκλιδώματα, τις

τυχαίες διελεύσεις των δικτύων κοινής ωφελείας, τις κοινότοπες πλακοστρώσεις

με τις γνωστές πλάκες πεζοδρομίου των οποίων γνωρίζουμε πολύ καλά την εικόνα

της φθοράς τους έπειτα από λίγα χρόνια.

Ο πλούτος των αναγκών της ανανεωμένης καθημερινότητας απαιτεί υπευθυνότητα και

συνέπεια για μια ριζική αλλαγή της κοινωνικής πρακτικής, όπου οι κάτοικοι της

πόλης θα συμμετέχουν πραγματικά στην ζωή της.

Το πρόβλημα, έγραφε ο Henri Lefebvre ήδη από τη δεκαετία του ’60, είναι να

τελειώνουμε με τις διαχωριστικές γραμμές, καθημερινότητα από τη μια μεριά και

διακοπές, ψυχαγωγία από την άλλη: «H πόλη υπήρξε χώρος υποδοχής τόσο της

παραγωγικής εργασίας όσο και της γιορτής. Να ξαναβρεί λοιπόν αυτή τη

λειτουργία μέσα σε μια μεταμορφωμένη αστική πραγματικότητα».

Εγχείρημα δύσκολο στους σκυθρωπούς καιρούς που ζούμε, όμως στόχος υψηλός για

όσους αγαπάνε ακόμα την πόλη, ιδιαίτερα για τους αρχιτέκτονες που επιχειρούν

να διασώσουν τη χαμένη τιμή της αρχιτεκτονικής…

H Σουζάνα Αντωνακάκη είναι αρχιτέκτονας.