Ξύπνησες τρομαγμένος, μα ο εφιάλτης ήταν ακόμη εκεί. Όλα γύρω σου ήταν

σκοτεινά. Ξέχασες πως αν ψάξεις με την αφή θα βρεις το Φως και τότε όλο το

μαύρο θα διαλυθεί από τα μάτια σου;

Σηκώθηκες και βγήκες στον δρόμο. Είδες μόνο την αρχή του και νόμισες πως μέχρι

το τέλος ήταν ανηφοριά, απότομες κι επικίνδυνες στροφές, στενά τρομακτικά

περάσματα…

Πριν καλά καλά ξεκινήσεις, κουράστηκες να περπατάς. Σου κόπηκε η ανάσα,

σκόνταψες σε κοφτερές πέτρες, έπεσες. Έμεινες εκεί, να κοιτάς τα ματωμένα σου

γόνατα, το σχισμένο παντελόνι.

Ξέχασες, λοιπόν, πώς είναι να παίρνεις φόρα και να ξανασηκώνεσαι για να

συνεχίσεις; Πως μπορείς να βρεις αυτή τη δύναμη και πως, αν δεν την έχεις εσύ,

εκεί έξω υπάρχει ένα χέρι για να σε στηρίξει και να σταθείς ξανά στα πόδια

σου;

Σήκωσε το κεφάλι, το βλέμμα και κοίτα. Λίγο πιο κάτω ο δρόμος μυρίζει γαρδένια

και γιασεμί. Έχει σοκάκια όμορφα, σε περιμένουν να τα περπατήσεις. Είναι

γεμάτος χαμογελαστά πρόσωπα, πλακόστρωτες αυλές όπου παίζουν χαρούμενα τα

παιδιά. Στάσου για λίγο και θ’ ακούσεις τα τραγούδια τους.

Λίγο ακόμη αν προχωρήσεις, ο παγωμένος αέρας – που τώρα νομίζεις ότι ποτέ δεν

θα πάψει να σου δέρνει το πρόσωπο, να σε πληγώνει – γίνεται θαλασσινή αύρα να

σε δροσίσει, να σε λυτρώσει.

Σήκω λοιπόν! Κοίτα καλύτερα μέσα σου. H σπίθα είναι εκεί. H σπίθα που θα

ξαναδώσει φωτιά στη στάχτη, θα κάψει όλα όσα σε βαραίνουν. Όλα τα άγχη και

τους φόβους που τώρα σε κρατούν κολλημένο στο έδαφος. Στην αρχή θα σου φανεί

«μαγικό», μα τελικά μόνο να θες, φτάνει.