Οι τρεις αστυνομικίνες δεν κτυπούσαν τον ηλικιωμένο Παλαιστίνιο. Δεν τον

έφτυναν ούτε τον έβριζαν. Του έδειχναν απλώς με τη συμπεριφορά τους ποιος

είναι το αφεντικό. Τον κακοποιούσαν με το ύφος τους.

Έλεγχος ταυτότητας. Τουλάχιστον αυτή η αστυνομικίνα κάνει τη δουλειά της

H μία, με την ξανθιά αλογοουρά και την τρυπημένη γλώσσα, κρατούσε τα χαρτιά

του Παλαιστινίου και μιλούσε στο κινητό της για προσωπικά της θέματα. Οι άλλες

δύο κουβέντιαζαν και γελούσαν. Ήταν κορίτσια 18 ή 19 ετών και περνούσαν καλά,

δεν υπήρχε αμφιβολία. Δεν θα μπορούσε να πει κανείς το ίδιο για τον κρατούμενό

τους, έναν ψηλό Άραβα γύρω στα 70, με το παραδοσιακό λευκό μαντίλι και μια

έκφραση σύγχυσης και παθητικότητας στο πρόσωπό του. Ερχόταν από τη Χεβρώνα και

δεν είχε δικαίωμα να βρίσκεται εντός των ορίων της Πράσινης Γραμμής. Στεκόταν

λοιπόν στο στενό πεζοδρόμιο ενός κεντρικού δρόμου της Ιερουσαλήμ, με την πλάτη

στον πέτρινο τοίχο του παλιού γερμανικού νεκροταφείου και περίμενε να δει τι

θα τον κάνουν.

H αρθρογράφος τής Χααρέτζ τους είχε πρωτοδεί όταν πήγαινε στο μπακάλικο

της γειτονιάς. Μισή ώρα μετά, ήταν ακόμη εκεί. Οι τρεις ένστολες αστυνομικίνες

μιλούσαν για γκόμενους και ο Παλαιστίνιος περίμενε. Σταμάτησε, τους κοίταξε,

έκανε να συνεχίσει, μα γύρισε πίσω. «Γιατί βασανίζετε αυτόν τον άνθρωπο;» τις

ρώτησε. «Θα μπορούσε να είναι παππούς σας». Ζήτησε τα στοιχεία τους. Τα

κορίτσια την κοίταξαν με ανοιχτό το στόμα. Αλλά γρήγορα η έκπληξη έδωσε τη

θέση της στην οργή. «Κι εσύ, ποια στο διάολο είσαι;» είπε εκείνη με την

τρυπημένη γλώσσα, που δεν φορούσε το διακριτικό σήμα όπως απαιτεί ο νόμος.

Ποια ήταν, αλήθεια; Μια γυναίκα κάποιας ηλικίας («θα μπορούσα να είμαι μητέρα

τους» σκέφτηκε), που αποφεύγει τις πολιτικές δραστηριότητες και έχει επίγνωση

ότι η αντίδρασή της είναι πρωτίστως συναισθηματική. Παρακολουθώντας όμως αυτή

τη σκηνή, αναρωτήθηκε πόσο μεγάλη εξουσία έχουν δώσει η ίδια και οι υπόλοιποι

Εβραίοι πολίτες του κράτους τού Ισραήλ στα παιδιά τους, τη δεύτερη και τρίτη

γενιά μιας πολύ μακράς κατοχής. Στο θράσος και την αλαζονεία του ένστολου

κοριτσιού με την τρυπημένη γλώσσα είδε ανάγλυφη την κατάντια ενός ολόκληρου

λαού, του δικού της λαού. H απάντησή της ήταν αυθόρμητη: «Αρνούμαι να

συμπεριφερθώ σαν τον Γερμανό που έβλεπε να κακοποιούν έναν Εβραίο στη

ναζιστική Γερμανία και προσπερνούσε αδιάφορος ή φοβισμένος».

Τα κορίτσια άφρισαν: «Μας αποκαλείς ναζί!». Ακόμη κι αν είχε περάσει προς

στιγμήν από το μυαλό τους η αμφιβολία, την έδιωξαν αμέσως, το γεγονός ότι η

γυναίκα που είχαν απέναντί τους είχε ξεστομίσει τη λέξη – ταμπού επέτρεπε κάθε

κατάχρηση, δικαίωνε κάθε αυθαιρεσία. «Εμπρός, μπες στο αυτοκίνητο,

συλλαμβάνεσαι» τής είπαν. Κι εκείνη κατάλαβε ότι το πρόβλημα του Ισραήλ δεν

είναι πλέον η πολιτική στάση του καθενός, δεν είναι οι ειρηνευτικές συνομιλίες

και ο Σαρόν, το πρόβλημα είναι η εικόνα του ανθρώπου και η αξιοπρέπειά του.