«Έχετε πια ανατρέψει τα πάντα. Πλέον δεν σκέφτεστε πώς θα μεγαλώσετε τα παιδιά

σας, αλλά πώς θα διευθύνετε πολυεθνικές…». Ο φίλος μου, που μου έλεγε αυτά

πάνω κάτω τις προάλλες, χρειάστηκε να περάσουν δεκαπέντε μέρες από τη στιγμή

που ο γιος του έκανε τα πρώτα του βήματα μέχρι να το μάθει. Όλο το μεταξύ

διάστημα έλειπε από το σπίτι λόγω δουλειάς.

Ο άλλος καλός φίλος, που με ρώτησε δηκτικά «ποιες ώρες την ημέρα είσαι μάνα»,

πιάστηκε σε συζήτηση να μπερδεύει την τάξη στην οποία πηγαίνουν τα παιδιά του

στο σχολείο. Πώς τολμούσαν, λοιπόν, και οι δύο, να μου λένε πως επειδή

δουλεύω, είμαι ουσιαστικά κακή μάνα;

Συζητώντας λίγο περισσότερο μαζί τους, συνειδητοποίησα ότι η αντίληψη για την

εργαζόμενη γυναίκα ελάχιστα έχει αλλάξει. H γυναίκα πρέπει να εργάζεται μόνο

για να ενισχύσει το οικογενειακό εισόδημα. Αν κάνει μια δουλειά που της

αρέσει, τότε είναι προτιμότερο να μην έχει παιδιά: ο ρόλος της είναι να τα

φροντίζει, μαζί της – λέει – δένονται και, εν πάση περιπτώσει, αν έχει παιδιά,

τότε ή θα πρέπει να δουλεύει με τύψεις ή δεν θα πρέπει να επιδιώκει τίποτα

περισσότερο από το να παίρνει τον μισθό της.

Ομολογώ πως οι απόψεις των φίλων μου με κλόνισαν για λίγο. Τα δικά μου παιδιά,

δηλαδή, πώς μεγαλώνουν; Μήπως δεν έχουν μαζί μου την καλή σχέση που νομίζω;

Μήπως, πράγματι, ο μπαμπάς τους, που περνά περισσότερες ώρες με τα αγόρια μας,

δεν μπορεί να τους δώσει ό,τι θα έδινα εγώ; Δεν το πιστεύω. Το ξέρω καλά πως

είναι καλύτερος από μένα, βλέπω στα μάτια των παιδιών την ισορροπία που τους

δίνει. Γιατί, τελικά, ο γονιός δεν έχει φύλο και οι ρόλοι μπορούν να μην είναι

προκαθορισμένοι και στάνταρ.