Κατά τη σύντομη διάρκεια του αμερικανικού «τζιχάντ» (ιερού πολέμου) στο Ιράκ

αναζητούσα παραμυθία – πού αλλού; – στη γλώσσα. Συγκεκριμένα η συνείδησή μου

στρεφόταν επίμονα σε δύο κείμενα λόγου. Το πρώτο ήταν ένα ποίημα με τον τίτλο

«Η βάφτιση ή το χελιδόνισμα» αφιερωμένο σε νεαρό Άραβα, Κούρδο ή Ιρακινό

ονόματι Ασάφ, από την υψηλής στάθμης συλλογή «Μουσών 9» της Στέλλας

Αλεξοπούλου. Το δεύτερο, που αποτελεί και το θέμα της παρούσας επιφυλλίδας,

ήταν μια γλωσσική δημιουργία σε έκταση πρότασης που μολονότι προσωπική και

επώνυμη τείνει να γίνει λαϊκή και θα μπορούσε να καταστεί παροιμιώδης. Κάθε

φορά που, όσο διαρκούσε η εισβολή, έβλεπα στο γυαλί μικρές ομάδες ή

ξεμοναχιασμένους πεζοναύτες σ’ αυτήν ή εκείνη τη γέφυρα, φανταζόμουν έναν

Ιρακινό νέο ή έφηβο να απευθύνεται μεσάνυχτα με μεγάφωνο στο χέρι, όχι χωρίς

κίνδυνο, στον Αμερικανό φρουρό και να του λέει: «Τζορτζ, τι θέλεις εσύ ένας

Τεξανός στην (τάδε ή στη δείνα) γέφυρα του Ευφράτη;».

Η αμείλικτη αυτή φράση – αμείλικτη βέβαια για όσους έχουν τσίπα ή φιλότιμο –

ερχόταν στον νου μου μετά τις πρώτες μέρες απρόθυμα κι ακόμα πιο απρόθυμα,

όταν δεν άργησα να συνειδητοποιήσω ότι στη χώρα που δεχόταν την απρόκλητη

εισβολή δεν είχε κηρυχτεί γενική επιστράτευση. Όσο μάλιστα οι σύγχρονοι

σταυροφόροι προέλαυναν προς την πρωτεύουσα χωρίς ουσιαστικά να συναντούν καμιά

αντίσταση, το άτεγκτο ερώτημα άρχισε να ξεθωριάζει μέχρις ότου, όταν δύο τανκς

σουλατσάριζαν ανενόχλητα σε κεντρική γέφυρα της Βαγδάτης, έσβησε εντελώς.

Αλλά πότε, πού και πώς το πρότυπο της φοβερής φράσης που όταν βγαίνει μέσα από

υψηλό φρόνημα και αντιστασιακό πνεύμα κόβει με την απορία της και σφάζει με

την καταλυτική της ειρωνεία; Θα παραθέσω τα στοιχεία, όσα ξέρω.

Χρόνος: 1944 (γερμανική κατοχή). Τόπος: Καμάρες (χωριό και ομώνυμη κοινότητα

κοντά στην Πάτρα, ανεβαίνοντας για την Αθήνα μετά τον Ψαθόπυργο και πριν από

τα Σελιανίτικα· το όνομά της το οφείλει σε θόλους κτιρίου που τα ερείπιά του

βρίσκονται εκεί). Τοποθεσία: μικρή γέφυρα που φυλασσόταν από τους Γερμανούς

κατακτητές για τον φόβο της ανατίναξης. Μέσο επικοινωνίας: προφορικός λόγος

που μεταδιδόταν με χωνί, ονομαστό τα χρόνια εκείνα είδος τηλεβόα. Πομπός:

μαθητές Γυμνασίου ή γειτονόπουλα, οργανωμένα πιθανότατα στην ΕΠΟΝ. Δέκτης:

Γερμανός φρουρός. Ώρα: μετά τα μεσάνυχτα. Μήνυμα:… Το κείμενο του μηνύματος

παραδίδεται με πολλές μορφές, με αλλαγμένο κάθε φορά το μικρό όνομα του

φρουρού, της φυλής ή της γενέτειράς του: Γιόχαν (ή Χανς ή Γιόσεφ ή Ούλριχ

κ.ά.) τι θέλεις (ή τι γυρεύεις) εσύ ένας Βησιγότθος (ή Οστρογότθος ή

Λογγοβάρδος ή Σάξονας κ.ά. αλλιώς από τη Στουτγάρδη ή τη Βιτεμβέργη ή τη

Βεστφαλία ή τη Νυρεμβέργη κ.ά.) στη γέφυρα των Καμαρών;».

Το φοβερό και διαβρωτικό σύνθημα στη σύλληψη και στον σχηματισμό του οποίου θα

μπορούσε πράγματι να έχει συμβάλει, όπως λέγεται, και ο μετέπειτα δεινός

λογοτέχνης και επιστολογράφος Νίκος Καχτίτσης, παρεπίδημος στην Πάτρα, αλλά

σταθερά προσανατολισμένος στον Βορρά, παρά τη διαφορά κλίμακας και μεγεθών

προσδοκούσαμε ότι θα ακουγόταν και στο Ιράκ. Η αχρεία ηγεσία (και ο Ιωάννης

Μεταξάς ήταν δικτάτορας!) αλλά και ο λαός δεν το επέτρεψε.

Ο Αντρέας Μπελεζίνης είναι φιλόλογος, κριτικός της λογοτεχνίας.