Η πλατεία Συντάγματος, όπως θα διαμορφωνόταν με βάση το α’ βραβείο του

αρχιτεκτονικού διαγωνισμού (που απαξιώνεται…) των μελετητών Δ.Μανίκα,

Ντ.Παπαδημητρίου, Λ.Γεωργιάδη

Παρά τη φυσική μας προδιάθεση να αναζητάμε φωτεινές εξαιρέσεις, η περιρρέουσα

υποβάθμιση της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα είναι πλέον φανερή σε όλους. Η

χαμηλή ποιότητα και οι φημισμένες «κακοτεχνίες» της τρέχουσας παραγωγής των

δημοσίων έργων και των υποδομών, οι ασάφειες των νομοθετικών ρυθμίσεων και η

περιθωριοποίηση του κριτικού διαλόγου απαρτίζουν μόνο μερικά από τα

συμπτώματα.

Πράγματι είναι να απορεί κανείς από το ότι ενώ όλοι οι πολιτικοί και οι

διευθυντές των δημοσίων οργανισμών αρέσκονται να διατρανώνουν την υψηλόφρονα

ευρωπαϊκή τους προσήλωση, η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της Ευρώπης όπου

παρατηρείται μιας τέτοιας έκτασης αδιαφορία για την αρχιτεκτονική των δημοσίων

έργων. Η υπεροχή της τριτοκοσμικής «τεχνικής» αντίληψης και η περισσή ασυδοσία

των κατασκευαστικών εταιρειών παραμένουν αδιατάρακτες εδώ και δεκαετίες.

Απέναντι σ’ αυτήν τη δυσάρεστη κατάσταση η προκήρυξη ορισμένων ανοιχτών

αρχιτεκτονικών διαγωνισμών αποτέλεσε έναν υπολογίσιμο θύλακα και μας

τροφοδότησε όλους με ελπίδες διαφάνειας για την επιλογή αξιόλογων μελετών.

Όντως ανανέωσε το αρχιτεκτονικό δυναμικό της χώρας, στρέφοντας την προσοχή

στον σχεδιασμό και στις νέες αντιλήψεις που πρέπει να επεξεργαστούμε για τους

δημόσιους χώρους των πόλεών μας. Θυμίζω εδώ ότι ο θεσμός των διαγωνισμών

αποτέλεσε τον κύριο μοχλό του νέου αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος, το οποίο

παρατηρούμαι τα τελευταία χρόνια σε όλες τις ευρωπαϊκές πόλεις, αξιοποιώντας

νέες ιδέες, πολλαπλασιάζοντας τις ευκαιρίες, αναβαθμίζοντας την ποιότητα των

δημοσίων έργων και διαρρηγνύοντας τον ασφυκτικό προστατευτισμό του

αρχιτεκτονικού star system και των ισχυρών γραφείων.

Στη χώρα μας βέβαια μια τέτοια διαδικασία είχε να αντιμετωπίσει έναν πανίσχυρο

αντίπαλο: το σύστημα ανάθεσης διά μέσου των «μελετοκατασκευών», το οποίο

ακριβώς βασίζεται στην υποβάθμιση των δημοσίων κτιρίων και των ανοιχτών

υπαίθριων χώρων προς όφελος των εργολάβων και των ποικίλων συναφών ιδιωτικών

συμφερόντων. Να γιατί δεν μπορώ να βρω τι άλλο εξυπηρετεί η ουσιαστική

εξουδετέρωση από την Ενοποίηση Αρχαιολογικών Χώρων της Αθήνας Α.Ε. τριών

ανοιχτών αρχιτεκτονικών διαγωνισμών για τις Πλατείες της Ομόνοιας, του

Μοναστηρακίου και του Συντάγματος. Ο κατάλογος αυτός θα μπορούσε να είναι πολύ

μεγαλύτερος, αν συμπεριλάβει κανείς τις παρατηρήσεις που καταγράφηκαν στην

ημερίδα που διοργάνωσε για την «Αρχιτεκτονική των δημοσίων φορέων» ο ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ

Χανίων με το Κέντρο Αρχιτεκτονικής της Μεσογείου. Ένα ακόμη κραυγαλέο

παράδειγμα είναι η περίπτωση της Πλατείας Ελευθερίας του Δήμου Ηρακλείου

Κρήτης και άλλα πολλά.

Μια τέτοια τροπή εξηγεί όλα όσα κυκλοφορούσαν μουλωχτά εδώ και χρόνια στα

γραφεία ορισμένων πολιτικών και δημοτικών αξιωματούχων και εστιάζονταν στον

χρονοβόρο χαρακτήρα των διαδικασιών και την «κατεπείγουσα» ανάγκη των έργων,

συγκαλύπτοντας απλά την απουσία οποιασδήποτε προετοιμασίας.

Πού αποβλέπει λοιπόν αυτή η απαξίωση των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών; Στην

αναβάθμιση των πόλεών μας; Στη σύγχρονη ανάπλαση της φυσιογνωμίας τους; Φυσικά

όχι. Στο επίκεντρο βρίσκεται η διατήρηση της αυθαιρεσίας που μεταφέρει από το

εσωτερικό του σπιτιού προσωποπαγείς διακοσμήσεις και η ανθεκτικότητα του

λατρεμένου από τους εργολάβους συστήματος των «μελετοκατασκευών». Για την

επίτευξη ενός τέτοιου σκοπού δεν υπάρχει πιο πρόσφορο μέσο από την πονηρή

διάδοση της αντίληψης εκείνης που θέλει τον αρχιτέκτονα να είναι ένας

ονειροπαρμένος και φανταστικός επινοητής ορισμένων παράξενων σχεδίων που δεν

έχουν καμία σχέση με την «πεζή» πραγματικότητα και τους μεγαλοκατασκευστές

«μύστες» της.

Αντιφάσεις, ελλείψεις, εκφυλισμός

Συνεπικουρούμενη από την ασάφεια των προκηρύξεων και τη διόγκωση της

γραφειοκρατίας, η απαξίωση των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών στη χώρα μας

αποτελεί, νομίζω, διπλή αντανάκλαση μιας πολιτικής αλλά και μιας

αρχιτεκτονικής απαξίωσης. Αυτό που στην πραγματικότητα αποκαλύπτεται, είναι ο

εκφυλισμός της φαινομενικά στιλπνής επιφάνειας των νέων δημοσίων έργων και της

δημόσιας στάσης μας απέναντί τους, αφήνοντας εκτεθειμένο τον πολυδαίδαλο ιστό

των αντιφάσεων, των νομοθετικών ελλείψεων και των συμφερόντων που τα

διατρέχει.

Η απούσα αρχιτεκτονική του αεροδρομίου των Σπάτων ήταν μόνον η αρχή μιας νέας

περιόδου, την οποία όλοι απευχόμασταν και η προκλητική στάση της Διεύθυνσης

της Ενοποίησης των Αρχαιολογικών Χώρων Α.Ε. δεν είναι παρά η πανηγυρική

συνέχεια. Το ζήτημα είναι περισσότερο σοβαρό απ’ ό,τι φαίνεται εκ πρώτης

όψεως, γι’ αυτό χρειάζονται πρωτοβουλίες ριζικής επίλυσής του από τους

αρμόδιους φορείς, τον Σύλλογο Αρχιτεκτόνων, το Τεχνικό Επιμελητήριο, το

ΥΠΕΧΩΔΕ και την Τοπική Αυτοδιοίκηση, η οποία πρέπει να δείξει ένα νέο σύγχρονο

πρόσωπο, εγκαταλείποντας την πολύκλαυστη νεοκλασική παραίσθηση πάσης χρήσεως.

Ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο Τμήμα

Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας