Κάτι δεν πάει καλά στην αυτοκρατορία των ΜακΝτόναλντς. Έπειτα από χρόνια

αλματώδους επέκτασης, η εταιρεία κλείνει 175 καταστήματα σε 10 χώρες. Οι

«χρυσές αψίδες» θα πάψουν άραγε να λάμπουν;

Η αποκαθήλωση. Οι «χρυσές αψίδες» κατεβαίνουν από αρκετά καταστήματα

Σύμφωνα με τη Θεωρία των Χρυσών Αψίδων για την Πρόληψη των Συγκρούσεων, την

οποία διατύπωσε για πρώτη φορά στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ο αρθρογράφος

των «Νιου Γιορκ Τάιμς» Τόμας Φρίντμαν, ουδέποτε πολέμησαν μεταξύ τους δύο

χώρες που να διαθέτουν τουλάχιστον από ένα κατάστημα της ΜακΝτόναλντς. Αν η

θεωρία αυτή ισχύει, οι προοπτικές της παγκόσμιας ειρήνης πρέπει να μειώθηκαν

ανησυχητικά αυτό τον μήνα, όταν η αλυσίδα αυτή των φαστ φουντ, που έχει την

έδρα της στο Ιλινόι, ανακοίνωσε πως αποσύρεται εντελώς από τρεις χώρες της

Μέσης Ανατολής και της Λατινικής Αμερικής, τις οποίες δεν κατονόμασε.

Η ΜακΝτόναλντς κλείνει ακόμη συνολικά 175 καταστήματα σε 10 χώρες και απολύει

600 υπαλλήλους της. Βέβαια, ανά τον κόσμο υπάρχουν περίπου 30.000 καταστήματα

ΜακΝτόναλντς, έτσι τα 175 μοιάζουν με σταγόνα λίπους στη φριτέζα. Αλλά εδώ και

χρόνια, μια από τις βεβαιότητες της ζωής ήταν ότι η ΜακΝτόναλντς ανοίγει κάθε

χρόνο εκατοντάδες νέα καταστήματα – συχνά περισσότερα από 1.000 μέσα σε μια

χρονιά, με τον αριθμό αυτό να φτάνει το 1996 το ρεκόρ των 2.000. Το 2002, θα

ανοίξουν μόλις 600 νέα ΜακΝτόναλντς.

Τα πράγματα ουδέποτε πήγαιναν τόσο άσχημα για τη ΜακΝτόναλντς. Σε ορισμένα

καταστήματά της, η εταιρεία έχει αρχίσει να προσφέρει εξυπηρέτηση στα τραπέζια

από σερβιτόρους οι οποίοι προτείνουν στους πελάτες ένα μενού με περισσότερα

από 100 διαφορετικά είδη – κάτι που πρέπει να κάνει τον Ρέι Κροτς, τον ιδρυτή

της ΜακΝτόναλντς, να γυρίζει στον τάφο του. Η εταιρεία προσφέρει επίσης τα

«προσωπικά», «φτιαγμένα για σένα», χάμπουργκερ, σε μια άλλη επίθεση κατά της

φιλοσοφίας του Κροτς. Την περασμένη εβδομάδα, στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας,

ένας άνδρας μπήκε στο ΜακΝτόναλντς που βρισκόταν κοντά σε μια αμερικανική

αεροπορική βάση και το πυρπόλησε. Στην Τζουίνε του Λιβάνου, πριν από δύο

μήνες, ένα κατάστημα της εταιρείας έγινε στόχος βίαιης επίθεσης. Στην Ευρώπη

και την Ασία, η ΜακΝτόναλντς εξακολουθεί να πλήττεται από τα επακόλουθα της

νόσου των τρελών αγελάδων. Στην Αμερική, δέχεται μηνύσεις από υπέρβαρους ως

υπεύθυνη για την κατάστασή τους. Και τα κέρδη της σημείωσαν πτώση τα επτά από

τα οκτώ τελευταία τρίμηνα.

Η βουλιμία. Γονείς παιδιών που έγιναν παχύσαρκα έκαναν μήνυση στην εταιρεία

Ο Έρικ Σλόσερ έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο «Έθνος Φαστ Φουντ», στο οποίο

αποκάλυψε τις διόλου καθησυχαστικές πρακτικές της βιομηχανίας της ταχείας

εστίασης όσον αφορά την προετοιμασία των τροφίμων που προσφέρει και τη

συμπεριφορά της προς τους εργαζομένους της. «Οι ιστορικοί του μέλλοντος,

ελπίζω», γράφει ο Έρικ Σλόσερ στον επίλογο του βιβλίου του, «θα θεωρήσουν την

αμερικανική βιομηχανία φαστ φουντ ως ένα κατάλοιπο του 20ου αιώνα – ένα σύνολο

στάσεων, συστημάτων και πεποιθήσεων που εμφανίσθηκαν στη μεταπολεμική Νότια

Καλιφόρνια, ενσάρκωσαν την απεριόριστη πίστη της στην τεχνολογία, επεκτάθηκαν

γρήγορα σε όλο τον πλανήτη, άνθησαν για σύντομο χρονικό διάστημα και μετά

υποχώρησαν, μόλις έγινε σαφές το πραγματικό κόστος τους και η ιδέα που τις

δημιούργησε έγινε ξεπερασμένη». Σε έναν πολιτισμό που προβάλλει την

επιχειρηματικότητα, η ΜακΝτόναλντς είναι τώρα μια αχανής, δυσκίνητη

γραφειοκρατία. Σε έναν πολιτισμό που ανθεί με τον νεωτερισμό, η ΜακΝτόναλντς

πουλάει αυτό που έτρωγε η εργατική τάξη την εποχή του Αϊζενχάουερ, επί

δεκαετίες μετά τον Αϊζενχάουερ. «Ο κόσμος έχει βαρεθεί την τροφή αυτή και τώρα

τη φοβάται και λίγο, ενώ υπάρχουν ένα σωρό ανταγωνιστικοί τρόποι για ένα

γρήγορο γεύμα», τονίζει η Μπάρμπαρα Χέιμπερ, ιστορικός στο Κέμπριτζ της Μασαχουσέτης.

Τους έκαναν μήνυση επειδή πάχυναν!

Ο 15χρονος Γκρέγκορι Ράιμς έτρωγε από τα έξι του σχεδόν κάθε μέρα στα

ΜακΝτόναλντς. Μια συνήθεια που είχε μετατραπεί σε εθισμό και είχε ως

αποτέλεσμα να φτάσει τα 180 κιλά – με ύψος 1,65μ. «Συνήθως παράγγελνα Μπιγκ

Μακ, τηγανητές πατάτες και παγωτό ή μιλκ-σέικ», λέει ο Γκρέγκορι, ο οποίος

ανέπτυξε διαβήτη. Ο Γκρέγκορι, άλλα εννέα παιδιά και οι γονείς τους στη Νέα

Υόρκη, κατέθεσαν την περασμένη εβδομάδα μήνυση υποστηρίζοντας πως ο εθισμός

τους στα ΜακΝτόναλντς τα οδήγησε στην παχυσαρκία. Πυρήνας της υπόθεσης είναι

ότι η εταιρεία δεν παρέχει την απαραίτητη ενημέρωση σχετικά με τους κινδύνους

που συνδέονται με τις τροφές που προσφέρει. Πρόκειται για την πρώτη τέτοια

υπόθεση εναντίον εταιρείας τροφίμων που φτάνει στο δικαστήριο. Η μητέρα του

Ράιμς, η Ρουθ, υποστηρίζει ότι ουδέποτε θα άφηνε τον γιο της να τρώει αυτά που

έτρωγε αν γνώριζε πως περιείχαν τόσο υψηλά επίπεδα λίπους, χοληστερίνης και

αλατιού. «Πάντα πίστευα πως η τροφή των ΜακΝτόναλντς ήταν υγιεινή για τον γιο

μου», τονίζει.