Στην Κόστα ντα Μόρτε κανείς δεν κάθεται με δεμένα χέρια. Μικροί και

μεγάλοι κάνουν ό,τι μπορούν, όσο και αν είναι άσχημος ο καιρός, για να

νικήσουν το «μαύρο κύμα». Τα ίδια παιδιά που μόλις πριν από μερικές ημέρες

έπαιζαν στην ακτή με τους γονείς τους, τώρα ψάχνουν ανάμεσα στα μαυρισμένα

βράχια για να γλιτώσουν κάποιο πουλί. Δεν ξεχνούν ούτε στιγμή τι γράφει η

επιγραφή στο ενυδρείο που βρίσκεται εκεί κοντά: «Όταν πεθάνει η θάλασσα, θα

πεθάνουμε και εμείς».

Την ίδια ώρα, ο συγγραφέας Μανουέλ Βάσκεθ Μονταλμπάν διατυπώνει μερικές

ανησυχητικές σκέψεις στην εφημερίδα «Ρεπούμπλικα». Του κάνει εντύπωση ότι οι

επίσημες αρχές, στο πρόσωπο ενός πρώην υπουργού του Φράνκο, ιδρυτικού μέλους

του κυβερνώντος κόμματος του Αθνάρ και προέδρου της αυτόνομης κοινότητας της

Γαλικίας, μόλις προχθές επισκέφθηκε για πρώτη φορά την πληγείσα περιοχή.

Τα δημοτικά σχολεία έχουν στείλει τους μικρούς μαθητές τους σε διακοπές, για

να τους απομακρύνουν από την επικίνδυνη περιοχή. Γιατί τα στοιχεία που έχουν

στη διάθεσή τους οι αρχές είναι πράγματι ανησυχητικά: η περιεκτικότητα σε θείο

του πετρελαίου που διέρρευσε από το «Πρεστίζ» είναι 2,5%, δηλαδή πολύ παραπάνω

από το 1% που περιέχει συνήθως το καύσιμο που χρησιμοποιείται στην Ευρώπη. Και

η ποσότητα του πετρελαίου που έχει διαρρεύσει είναι μεγαλύτερη από όσο είχε

υπολογιστεί αρχικά – ξεπερνάει τους 20.000 τόνους.

Ο καπετάνιος του βυθισμένου σκάφους Απόστολος Μαγκούρας δήλωσε πως η σύγκρουση

με μεγάλο εμπορευματοκιβώτιο που επέπλε ήταν αυτή που προκάλεσε το ρήγμα στο

κύτος του «Πρεστίζ». Όμως κρατείται από τις ισπανικές αρχές για «έλλειψη

συνεργασίας» και κατηγορείται ότι έπλεε πολύ κοντά στις ακτές. Ο ίδιος

διαψεύδει τις ισπανικές κατηγορίες ότι μία από τις αιτίες της οικολογικής

καταστροφής ήταν η πρόθεση του καπετάνιου να καταπλεύσει στο Γιβραλτάρ.

Την ίδια ώρα, Ισπανοί και Ολλανδοί ανταλλάσσουν κατηγορίες για τη μεγάλη

διαρροή των τοξικών καυσίμων. Η ολλανδική εταιρεία που ανέλαβε τη διάσωση του

σκάφους κατηγορεί την ισπανική κυβέρνηση ότι την υποχρέωσε να το ρυμουλκήσει

στα ανοιχτά, αντί να δεχθεί τη μεταφορά του σε απάνεμο μέρος για να επισκευαστεί.