«Οι Ανιέλι», είπε κάποτε ο Κλαούντιο Μαρτέλι, «είναι μια μοναρχία μέσα σε

μια δημοκρατία». Η οικογένεια διαθέτει τον τέλειο συνδυασμό λάμψης, μυστικής

εξουσίας και προσωπικής τραγωδίας και έχει καταστεί, όπως οι Κέννεντυ και οι

Ουίνδσορ, εθνική εμμονή. Ο εκθειασμός τους πλησιάζει ενοχλητικά μερικές φορές

την προσωπολατρία: στο Τορίνο, μια μεγάλη λεωφόρος πήρε το όνομά της από τον

Τζιοβάνι (Τζιάνι) Ανιέλι και ονομάζεται «Corso Agnelli». Όταν ο «Avvocato»

(«Δικηγόρος», που είναι επίσης ισόβιος γερουσιαστής) προβαίνει σε μια

αινιγματική δήλωση, καταγράφεται και συζητείται επί μέρες.

Εργαζόμενοι στη Φίατ κοντά στο Μιλάνο διαδηλώνουν κατά των σχεδίων τής

αυτοκινητο-βιομηχανίας για απολύσεις

Αν οι Ανιέλι είναι μοναρχία, η εταιρεία τους, η FIAT (Fabbrica Italiana

Automobili Torino)… με τι να συγκριθεί. Για την Ιταλία είναι ό,τι η

Μάικροσοφτ για τη Δυτική Ακτή της Αμερικής, ό,τι ο ΟΠΕΚ για τη Μέση Ανατολή.

Ολόκληρη η μνημειώδης ιστορία της φαίνεται να είναι δεμένη με το ιταλικό

έθνος.

Η Φίατ έγινε η «μαμή» του οικονομικού θαύματος της Ιταλίας και του αιφνίδιου

εκσυγχρονισμού της. Ο χάλυβας και το πετρέλαιο ήταν οι πρώτες ύλες. Τα

αυτοκίνητα και η μανιώδης κατασκευή τους, το αποτέλεσμα. Κατά τη δεκαετία του

1960, το 25% όλων των επενδύσεων στη βιομηχανία προερχόταν από τη Φίατ. Χάρη

στην εταιρεία αυτή (και τις άλλες επιχειρήσεις της στη βιομηχανία αυτοκινήτων

­ Iveco, Lancia και Alfa Romeo), η Ιταλία είναι τώρα μια χώρα που διακατέχεται

από «αυτοκινητική κουλτούρα». Έχει τον υψηλότερο δείκτη στον τομέα τής κατά

κεφαλήν ιδιοκτησίας αυτοκινήτου στον κόσμο (ξεπέρασε την Αμερική το 1996).

Οι περισσότεροι Ιταλοί στα είκοσι ή τα τριάντα τους – δεδομένου ότι σίγουρα θα

ζουν με τη μαμά τους – κάνουν έρωτα στο Panda ή το Punto τους… Πρόσφατα, σε

μια από τις τελευταίες προσπάθειές του να δείξει «αλληλεγγύη», ο Σίλβιο

Μπερλουσκόνι ανέφερε πως κι αυτός – όπως πολλοί άλλοι – έκλεψε το πρώτο του

φιλί μέσα σε ένα Cinquecento.

Ακόμη πιο σημαντικό συμβολικά για τους Ιταλούς, οι Ανιέλι κατέχουν το διαμάντι

στο στέμμα της ιταλικής αθλητικής δραστηριότητας, τη Γιουβέντους και τη Φεράρι.

Οικονομικές δυσχέρειες. Όλα αυτά θα πρέπει να δίνουν μια ιδέα για το

πόσο σοβαρή για την ψυχή της Ιταλίας είναι η παρούσα κρίση της Φίατ. Το…

«τέλος εποχής» σήμανε το περασμένο καλοκαίρι, όταν ο ογδοντάρης Τζιάνι Ανιέλι

πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες για να υποβληθεί σε θεραπεία κατά του καρκίνου

και έκλεισε στις αρχές Οκτωβρίου, όταν η Φίατ παραδέχθηκε αυτό που όλοι

γνώριζαν ήδη: η εταιρεία είναι αντιμέτωπη με τεράστιες οικονομικές δυσχέρειες.

Μόνο φέτος αναμένεται να χάσει 1,5 δισ. ευρώ και να απομακρύνει το 20% του

εργατικού δυναμικού της στη βιομηχανία, περίπου 8.100 ανθρώπους. Η General

Motors (που κατέχει το 20% της Φίατ – οι Ανιέλι το 30,5%), υποβάθμισε πρόσφατα

την αξία του μερίσματός της από 2,4 δισ. δολάρια – όπως υπολογίστηκε – σε 220

εκατομμύρια δολάρια. Και οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων είναι καθημερινές,

ενώ την ερχόμενη Τρίτη αναμένεται να κορυφωθούν.

Στο εσωτερικό της χώρας είναι ασύλληπτο για μια κυβέρνηση να παρακολουθεί

απλώς «τη μοναρχία» να βυθίζεται. Η κατάρρευση της Φίατ θα μπορούσε να

καταστεί άλλο ένα πλήγμα για την απρόσεκτη κυβέρνηση του Μπερλουσκόνι, οι

σύμβουλοι του οποίου έχουν μιλήσει για «κρατική βοήθεια» προς την εταιρεία.

Δαιμόνια κίνηση, αφού 1.800 από τις απειλούμενες θέσεις εργασίας βρίσκονται

στη Σικελία – νησί το οποίο χάρισε και τις 61 κοινοβουλευτικές του έδρες στον

Μπερλουσκόνι στις εκλογές του 2001. Άρα η πολιτική τής μη επέμβασης, δεν

εξετάζεται. Όμως, εξελέγη υποσχόμενος να εφαρμόσει στην Ιταλία την οικονομική

πολιτική που υπαγορεύει η σύγχρονη αγορά και αυτό απέχει πολύ από την

αναδίπλωση για τη διάσωση του Ανιέλι – θα ήταν βλακώδες και ανακόλουθο.

Η δυναστεία. Τζιοβάνι (μπροστά) και Ουμπέρτο (πίσω) Ανιέλι

Στην πραγματικότητα, πολλοί θα τρίβουν τα χέρια τους με τη σκέψη τής κρίσης

στη Φίατ, κυρίως στη Βρετανία. Ο Ανιέλι ποτέ δεν κατέκτησε τη συμπάθεια των

βρετανών διπλωματών, λόγω των δεσμών του με τη Λιβύη και τον δικτάτορά της (τη

δεκαετία του ’70 ο Καντάφι έγινε μεγαλομέτοχος της εταιρείας). Επιπλέον, δεν

έχουν ξεχάσει τις μεγάλες ζημιές που υπέστη το Βασιλικό Ναυτικό κατά τον

πόλεμο των Φόκλαντ από τα μαχητικά αεροπλάνα της Φίατ που είχαν πωληθεί στην

Αργεντινή.

Το κέρδος. Αν και παράξενο, και οι Ιταλοί μπορεί να κερδίσουν από την

πτώση αυτής της μοναρχίας. Η Φίατ προχωρούσε πάντα κατά βούληση σε προσλήψεις

και απολύσεις (το 1980, 22.884 εργάτες κρίθηκαν υπεράριθμοι) και ταυτόχρονα,

θεωρήθηκε άμεσα υπεύθυνη για την οικολογική καταστροφή της χώρας.

Πολλοί χαιρέτισαν την κρίση στη Φίατ ως το τέλος για την απίστευτα ολιγαρχική,

φεουδαρχική δομή εξουσίας της Ιταλίας. Στην πραγματικότητα, μπορεί να επιφέρει

ακριβώς το αντίθετο. Αν οι μετοχές της οικογένειας σε εφημερίδες (σε «La

Stampa», «Corriere della Sera» και «Gazzetta dello Sport») τεθούν στο τραπέζι,

ο αγώνας θα έχει αρχίσει στ’ αλήθεια. Και ποιος είναι ο πιθανότερος αγοραστής;

Ίσως ο άνθρωπος που η «Corriere della Sera» – μια αντικειμενική κεντρώα

εφημερίδα – συνέκρινε με τον Χίτλερ σε πρωτοσέλιδο κύριο άρθρο της πριν από

λίγους μήνες: ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι.

Κανείς δεν αμφιβάλλει πως ευχαρίστως ο Μπερλουσκόνι θα έκανε μια πολιτική

«κωλοτούμπα» (παραχωρώντας κρατική βοήθεια στη Φίατ), αν μπορούσε να

ολοκληρώσει την κυριαρχία του στα ιταλικά μέσα ενημέρωσης. Έτσι, η μοναρχική

διαδοχή θα ήταν εξασφαλισμένη: ο Ανιέλι θα γλιστρούσε σε δευτερεύουσες

ενασχολήσεις την ώρα που ο il Cavaliere θα έστεφε εαυτόν ως τον αδιαμφισβήτητο

βασιλιά της ιταλικής «δημοκρατίας».

Ο Tobias Jones είναι συγγραφέας του υπό έκδοση βιβλίου για τον Σ.

Μπερλουσκόνι «The Dark Heart of Italy». Το κείμενό του δημοσιεύθηκε στο

περιοδικό «Νιου Στέιτσμαν»