Ο εφιάλτης είναι ακόμα εδώ! Χημικά υπολείμματα φυτοφαρμάκων σε ποσοστό

28,8% εντοπίστηκαν στα οπωροκηπευτικά το 2001, όπως προκύπτει από τις

αναλύσεις του υπουργείου Γεωργίας σε 1.369 δείγματα φρούτων και λαχανικών, που

παρουσιάζουν σήμερα «ΤΑ ΝΕΑ»!

Πρόκειται για δραματική αύξηση του ποσοστού των λαχανικών που βρέθηκαν με

υπολείμματα φυτοφαρμάκων. Ενώ το 2000 ανέρχονταν σε 20%, το 2001 αυξήθηκαν σε 28,8%.

Αν και πρόκειται για συγκεντρώσεις χαμηλότερες των επιτρεπόμενων ορίων, οι

οποίες δεν θεωρούνται – τουλάχιστον σήμερα – επιβλαβείς για την ανθρώπινη

υγεία, το γεγονός ότι οι ουσίες αυτές εντοπίζονται πλέον σε ένα στα τρία νωπά

αγροτικά προϊόντα δείχνει το μέγεθος του προβλήματος των φυτοφαρμάκων. Την

ίδια χρονιά βρέθηκαν επικίνδυνα οπωροκηπευτικά σε ποσοστό 3,6%!

Αιτία δεν είναι άλλη από την ανεξέλεγκτη χρήση φυτοφαρμάκων. Κάθε χρόνο η

ελληνική γεωργική γη δέχεται 1.200.000 τόνους λιπάσματα, αξίας 176,1 εκατ.

ευρώ και ραντίζεται με φυτοφάρμακα αξίας 161,1 εκατ. ευρώ! Για κάθε στρέμμα

οπωροκηπευτικών οι καλλιεργητές χρειάζονται 40 κιλά φυτοφάρμακα. Μαζί με τα

λιπάσματα το κόστος προσεγγίζει τα 3.000 ευρώ.

Περιορισμό στην αλόγιστη χρήση των φυτοφαρμάκων εκτιμάται ότι μπορεί να φέρει

η «ολοκληρωμένη διαχείριση» της γεωργικής παραγωγής. «Πρόκειται για ένα νέο

θεσμό που προωθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση», τονίζει στα «ΝΕΑ» ο αρμόδιος υφυπουργός

Γεωργίας κ. Βαγγέλης Αργύρης. «Η ολοκληρωμένη διαχείριση στηρίζεται σε νέους

κώδικες γεωργικής πρακτικής, όπου ο κάθε παραγωγός θα έχει το δικό του μητρώο».

Επικίνδυνες χημικές ενώσεις που δεν ανιχνεύονται

Για τους υπηρεσιακούς παράγοντες του υπουργείου Γεωργίας, αυτό που ενδιαφέρει

πρωτίστως είναι τα φρούτα και τα λαχανικά που παρουσιάζουν υψηλές

συγκεντρώσεις φυτοφαρμάκων να βρίσκονται σε όσο το δυνατόν χαμηλότερα ποσοστά.

Αν κοιτάξει κανείς, μέσα από αυτό το πρίσμα, τα αποτελέσματα της εφαρμοσμένης

πολιτικής του αρμόδιου υπουργείου, θα βρει τα υπηρεσιακά πλάνα και τους

στόχους επιτυχείς.

Το 2001, για παράδειγμα, όπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία που

παρουσιάζουν σήμερα «ΤΑ ΝΕΑ», το ποσοστό των επικίνδυνων νωπών γεωργικών

προϊόντων, που περιείχε υψηλότερα από τα επιτρεπόμενα όρια υπολείμματα

φυτοφαρμάκων, μειώθηκε από 7% το 2000 σε 3,6%.

Όμως ο δείκτης των νωπών αγροτικών προϊόντων που περιείχαν συγκεντρώσεις

φυτοφαρμάκων αυξήθηκε από 20% σε 28,8%!

«Η αλήθεια είναι πολύ χειρότερη», θα πει ο αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος

Χημείας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κ. Τριαντάφυλλος Αλμπάνης, υπεύθυνος του

Εργαστηρίου Τεχνολογίας Ελέγχου Προστασίας Περιβάλλοντος. «Τα προαναφερόμενα

στοιχεία των εργαστηριακών αναλύσεων, αν και δεν παρουσιάζουν διαφορές σε

σχέση με τις άλλες χώρες της Ε.Ε., δείχνουν την τρέχουσα πραγματικότητα σ’

αυτόν τον τόσο ευαίσθητο τομέα της γεωργικής παραγωγής».

«Βεβαίως», προσθέτει ο κ. Αλμπάνης, «θα πρέπει να επισημάνουμε ότι τα

τελευταία χρόνια ο βαθμός ανιχνευσιμότητας τοξικών ουσιών αυξάνεται, λόγω της

βελτίωσης των τεχνικών ελέγχου που χρησιμοποιούνται στα εργαστήρια.

Ενδεχομένως, δηλαδή, παλαιότερα τα πράγματα να ήταν χειρότερα».

Τα ζητήματα της ποιότητας και της ασφάλειας των τροφίμων αποτελούν πρώτο μας

μέλημα», επισημαίνει ο αρμόδιος υφυπουργός Γεωργίας κ. Βαγγέλης Αργύρης. «Και

ένα δείγμα επικίνδυνο να υπάρχει, αυτό μας ανησυχεί, δεν εφησυχάζουμε. Μην

ξεχνάμε όμως ότι μιλούμε για απειροελάχιστα, μη επιβλαβή, υπολείμματα. Πάντως

σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί άλλοι να προκαλούν τις διατροφικές κρίσεις και

άλλοι να λογοδοτούν».

Από την πλευρά του ο προϊστάμενος του Μπενάκειου Φυτοπαθολογικού Ινστιτούτου

κ. Γιώργος Μηλιάδης τονίζει ότι «το ποσοστό των γεωργικών προϊόντων – εγχώριων

και εισαγόμενων – που περιέχει υπολείμματα φυτοφαρμάκων προσεγγίζει το 50%.

Αυτό προκύπτει από τη συγκριτική ανάλυση των στατιστικών στοιχείων σε ένα

πλήθος χωρών της Ε.Ε. και άλλων χωρών, όπως των ΗΠΑ».

Κατά τις εκτιμήσεις της επιστημονικής κοινότητας, ωστόσο, οι καταναλωτές δεν

πρέπει να ανησυχούν. «Τα τρόφιμα που περιέχουν αποδεκτά υπολείμματα θεωρούνται

απολύτως ασφαλή για τους καταναλωτές. Στο συμπέρασμα αυτό έχουν καταλήξει

κορυφαία επιστημονικά εργαστήρια, ύστερα από μακροχρόνιες έρευνες, εκτεταμένες

μελέτες και πειράματα». Την ίδια στιγμή η αβεβαιότητα των σχετικών μετρήσεων

αναγκάζει τους αρμόδιους επιστήμονες να διατηρούν κάποιες επιφυλάξεις. Τι

γίνεται φερ’ ειπείν με τις επικίνδυνες χημικές ενώσεις οι οποίες δεν μπορεί να

ανιχνευτούν στα εργαστήρια κάτω από ένα όριο; Τι συμβαίνει με τις ενώσεις

εκείνες οι οποίες – αν και ακίνδυνες – όταν συνδυαστούν με άλλες ενώσεις

λειτουργούν σαν ντόμινο;

Όπως επισημαίνει ο κ. Αλμπάνης, στην κατηγορία των χημικών ενώσεων που δεν

μπορεί να ανιχνευτούν κάτω του επιτρεπόμενου ορίου συγκαταλέγονται τα

μυκητοκτόνα, όπως το Ziram, Thiram, Zineb και Maneb. «Πρόκειται για ιδιαίτερα

επιβλαβείς ενώσεις, οι οποίες ευθύνονται για τις ενδοκρινικές διαταραχές». Την

ίδια στιγμή, καταλήγει, «έχει βρεθεί ότι ένας αριθμός οργανοφωσφορικών

ενώσεων, κάτω από τα επιτρεπόμενα όρια, μπορεί να μας δώσει συνεργιστική

τοξικότητα πάνω από τα επιτρεπόμενα όρια»!

«Αν δεν τα χρησιμοποιήσω, δεν θα βγάλω ούτε τη μισή παραγωγή»

Από τον Έβρο μέχρι τον Μαραθώνα, από την Ηλεία μέχρι το Ηράκλειο Κρήτης, τα

τελευταία χρόνια στη γη των μπαξεβάνηδων έχουν ξεφυτρώσει μικρές

καλλιεργήσιμες εκτάσεις, οι οποίες διακρίνονται από απόσταση.

Παρ’ ότι και σ’ αυτές τις μικροσκοπικές εκτάσεις καλλιεργούνται οπωρηκευτικά,

η υποτυπώδης περίφραξή τους τα διαχωρίζει. Τα λαχανικά που παράγονται σ’ αυτές

τις «ελεγχόμενες ζώνες», δεν προορίζονται για τις λαϊκές αγορές, δεν

διακινούνται στο εμπόριο. Παράγονται για οικογενειακή κατανάλωση, για τον

παραγωγό δηλαδή και «πέντε-έξι φίλους»!

«Από τη στιγμή που έχω τη δυνατότητα να καλλιεργήσω ένα μέρος της γης μου

δίχως φυτοφάρμακα, γιατί να μην το κάνω. Από παντού ακούμε ότι είναι

επικίνδυνα», λέει αγρότης από το Γιαννιτσοχώρι Ηλείας. Την ίδια στιγμή,

ωστόσο, όπως παραδέχεται και ο ίδιος, στα 10 στρέμματα με λαχανικά που

καλλιεργεί κάθε χρόνο χρησιμοποιεί μεγάλες ποσότητες φυτοφαρμάκων. Στο κάθε

στρέμμα ετησίως ρίχνει 40 κιλά φυτοφάρμακα, αξίας 600 χιλιάδων δραχμών. Αν στο

κόστος αυτό προστεθούν και τα λιπάσματα, τότε αυτό προσεγγίζει το ένα

εκατομμύριο δραχμές. «Αν δεν χρησιμοποιήσω λιπάσματα και φυτοφάρμακα, δεν θα

βγάλω ούτε τη μισή παραγωγή, ενώ υπάρχει κίνδυνος να τη χάσω και όλη. Σ’ αυτή

την περίπτωση ποιος θα με αποζημιώσει; Κανείς».

Την ίδια εμπειρία της «μειωμένης παραγωγής» είχε την ατυχία να ζήσει και ο

αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κ. Αλμπάνης, με την ιδιότητα

του ορυζοκαλλιεργητή. Ένας μύκητας, με το όνομα «περικολάρια», έκανε την

εμφάνισή του στις καλλιέργειες της περιοχής. «Σε αντίθεση με τους άλλους που

χρησιμοποίησαν φυτοφάρμακα, εγώ προτίμησα να αντιμετωπίσω τον μύκητα με το…

δρεπάνι, αποψιλώνοντας τον ορυζώνα από τα αγριόχορτα. Το αποτέλεσμα ήταν να

βγάλω εγώ 450 κιλά παραγωγή το στρέμμα και αυτοί έναν τόνο»!