«Το κερί διαρκούσε 45 λεπτά. Υπό το φως του, έβλεπα τις φλέβες στον καρπό

μου και σκεφτόμουν ποια να διαλέξω. Ποια να διαλέξω για ν’ αυτοκτονήσω…».

Πέντε μήνες κράτησε το μαρτύριο για τον Βρετανό τραπεζίτη, Πίτερ Σόου. Απήχθη

από ένοπλους συμμορίτες στη Γεωργία και μεταφέρθηκε στην ταραχώδη περιοχή

Πανκίσι, εκεί όπου σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιεύματα δρουν ισλαμιστές αντάρτες.

Τώρα που το δράμα του πήρε τέλος, από την ασφάλεια του σπιτιού του, λύνει τη

βασανιστική σιωπή του και θυμάται.

Η ιστορία. Όλα άρχισαν τον περασμένο Ιούνιο ή, καλύτερα, το 1998.

Ο 57χρονος Σόου πήγε στη Γεωργία πριν από έξι χρόνια. Διευθυντής της

χρηματοδοτούμενης από την Ε.Ε. Τράπεζας Agrobusiness, ζούσε στην Τιφλίδα. Στις

18 Ιουνίου ήταν έτοιμος να αναχωρήσει για τη Βρετανία. Ήθελε να επιστρέψει

στην πατρίδα του, την Ουαλία, και είχε αποφασίσει να ξεκινήσει εκεί μια νέα

ζωή με τη Γεωργιανή σύντροφό του Ντιάνα και τον τετράχρονο γιο τους. Για κακή

του τύχη όμως, κάποιοι συνάδελφοί του τον έπεισαν να παραμείνει άλλες δυο

μέρες. Του είχαν ετοιμάσει ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι. «Ήταν μοιραίο», λέει

σήμερα. «Δεν θα έπρεπε να βρίσκομαι εκεί».

Το απόγευμα εκείνης της μέρας έφυγε από το γραφείο του, και ενώ ετοιμαζόταν να

βγει από το πάρκινγκ, βλέπει έναν αστυνομικό. Ο «αξιωματικός» τον χτυπά στο

πρόσωπο και πριν καλά καλά συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει, ο Σόου βρίσκεται

περικυκλωμένος από 15 άνδρες με Καλάσνικοφ. Ήταν η αρχή της οδύσσειας.

Η γλώσσα δεν του ήταν ξένη. Κατάλαβε ότι οι συμμορίτες ζητούσαν λύτρα 2

εκατομμύρια δολάρια. Δύο φορές επιχείρησε ανεπιτυχώς να διαφύγει. Τέσσερις

τοποθεσίες άλλαξαν για να τον μεταφέρουν τελικά σε μια μαύρη τρύπα, ένα

κοτέτσι. Τον έδεσαν με αλυσίδες από τον λαιμό. Ένας κουβάς για τις προσωπικές

του ανάγκες, δυο μάλλινα φορέματα για κουβέρτες. Από το ταβάνι έσταζε νερό. Η

μόνη του επαφή με τον έξω κόσμο ήταν… δυο χέρια στην τρύπα, αυτά που του

έφερναν δυο φορές τη μέρα φαγητό, επτά τσιγάρα και μια μικρή βότκα το βράδυ,

που κατέληγε πάντα… σε καυτηριασμό των πληγών. Μόνη ανακούφιση από το

σκοτάδι, ένα μικρό κερί, με διάρκεια ζωής τρία τέταρτα…

Οι νύχτες στη φυλακή δεν ξημέρωναν ποτέ. Ατελείωτος νυχτερινός χρόνος που

σχεδόν τον κατέβαλε. Σχεδόν. Σκέφτηκε να αυτοκτονήσει. Το σύρμα που

χρησιμοποίησε για να στερεώσει το παντελόνι του, όταν του αφαίρεσαν τη ζώνη,

άρχισε να γίνεται έμμονη ιδέα. «Όμως στο τέλος άρχισα να σκέφτομαι ότι ο Θεός

ήθελε να επιβιώσω, έτσι άρχισα να περιμένω, μέρα τη μέρα».

«Προσευχόμουν». Περνούσε την ώρα του προσευχόμενος δυνατά πολλές ώρες

τη μέρα. Είχε να πάει από παιδί στην εκκλησία… «Έπρεπε να πειθαρχήσω τον

εαυτό μου να μην κλαίει και να μην αναστατώνεται». Έτσι έδιωχνε τη σκέψη του

τετράχρονου γιου του Ντάνι. Στις 10 Σεπτεμβρίου ο ηγέτης της ομάδας των

απαγωγέων φωτογράφισε τέσσερις φορές τον Σόου. Ένα μήνα αργότερα, του ζήτησε

να γράψει ένα σημείωμα στην οικογένειά του ζητώντας 1 εκατομμύριο δολάρια. Ο

όμηρος αρνήθηκε. Έμεινε νηστικός τέσσερις μέρες. Εκείνες τις ώρες οι

γεωργιανές αρχές έκαναν προόδους στην έρευνα. Ανακάλυψαν τη ζώνη του στην

περιοχή Πανκίσι, στο σημείο όπου την είχαν πετάξει οι συμμορίτες. Αντιλήφθηκαν

ότι ήταν βρετανικής προέλευσης και την έστειλαν στο Λονδίνο. Εκεί οι

αξιωματικοί της Σκότλαντ Γιαρντ ειδοποίησαν τον μεγαλύτερο γιο του, από τον

πρώτο του γάμο, ο οποίος επιβεβαίωσε ότι ανήκε στον πατέρα του. Ο κλοιός

στένευε και οι συμμορίτες το αντιλήφθηκαν. Τέσσερις άνδρες τον πήραν και τον

μετέφεραν στα βουνά. Ο Σόου έκανε την τελευταία του προσπάθεια… Όταν

αντιλήφθηκε ότι ένας από τους δεσμώτες του όπλισε το Καλάσνικοφ, άρχισε να

τρέχει. Έπεσε πίσω από το στενό δρομάκι, όπου βρίσκονταν οι άλλοι, και

κρύφτηκε στους θάμνους. Στο χάος που ακολούθησε, έχασε τη ζωή του ένας από την

ομάδα. Προφανώς είχαν μπερδευτεί οι υπόλοιποι και νόμισαν ότι χτυπούσαν τον

Σόου. Έφυγαν. Έμεινε κρυμμένος μισή ώρα. Όταν σηκώθηκε διέκρινε μακριά μια

λάμψη από φώτα πόλης. Αποφάσισε να την ακολουθήσει. Μια περίπολος του

γεωργιανού στρατού τον βρήκε να περπατά μόνο, σκυφτό στον δρόμο προς την πόλη.

Είκοσι τέσσερις ώρες τον χώριζαν από τα παιδιά του και τη σύντροφό του… Και

αυτή τη φορά ο δρόμος είχε επιστροφή.