Παλιότερα μας απειλούσαν οι βόρειοι γείτονές μας, ΕΑΜοβούλγαροι και βάλε,

αργότερα οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί μας, κατά καιρούς σύμπασα η παγκόσμια

κοινότητα, διαχρονικά οι Τούρκοι, οι νεροποντές, οι ευρωλιγούρηδες και οι

εκσυγχρονιστές.

Ένα είναι το σίγουρο: με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, τον έναν ή τον άλλο

εχθρό, η ύπαρξη σ’ αυτόν τον τόπο δεν κινδυνεύει να πέσει θύμα της νυσταλέας

υπαρξιακής πλήξης που ταλαιπωρεί τον δυτικό κόσμο. Εξάλλου, εκεί εντοπίζεται

και το κεντρικό επιχείρημα των ελληνοπρεπών: η Ελλάς, παλιότερα, και η Ελλάδα

σήμερα είναι ελληνική – το θυμάστε εκείνο το ανάδελφη; – κοινώς μια ύπαρξη

έκτακτη και μοναδική που δεν εντάσσεται πουθενά, κανένα σύνορο και καμιά

συνθήκη δεν μπορεί να περιορίσει τις παρορμήσεις της που έρχονται από τα

κατάβαθα της Ιστορίας και ξεσπούν στο σήμερα σαν τα κύματα του Αιγαίου.

Παλιότερα, σε όχι και τόσο μακρινές εποχές, οι ελληνοπρεπείς ήσαν σκέτοι

ελληνοπρεπείς. Ξεχώριζαν με το άκαμπτο παράστημά τους από την εν γένει

συντηρητική Ελλάδα, μιλούσαν καθαρεύουσα και είχαν λύσει εκ των προτέρων κάθε

πολιτικό τους πρόβλημα: γι’ αυτούς προορισμός της ελληνικής ύπαρξης επί Γης,

από αρχαιοτάτων χρόνων έως σήμερα, μέσω Βυζαντίου, ήταν η αντιμετώπιση πάσης

φύσεως κομμουνιστικών μορφωμάτων. Στη διεκπεραίωση του ιστορικού της ρόλου την

βοηθούσαν η Εκκλησία, ο Στρατός και μερικοί ροπαλοφόροι που ανελάμβαναν τις

βρωμοδουλειές.

Έκτοτε, άλλαξαν πολλά: μαζί με τη σοβιετική αυτοκρατορία κατέρρευσαν και οι

ιδεολογικές προοπτικές του κομμουνιστικού οράματος, όμως η Ελλάδα συνέχισε να

υπάρχει ίδια κι απαράλλαχτη με τον εαυτό της. Στον ανισόρροπο κόσμο μας η

ελληνοπρέπεια είναι ένας μπούσουλας. Με το εχέγγυο της αξίας που αντλεί το

κύρος της από το βάθος των αιώνων, σου δίνει τη δυνατότητα να κρίνεις το χάος

γύρω σου και, το κυριότερο, σου προσφέρει την αυτοπεποίθηση ότι τα προβλήματά

σου παραμένουν κεντρικά, όπως κάποτε ήταν «κεντρική» και η στρατηγική θέση της

Ελλάδας απέναντι στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας.

Εκτός αυτού, σου παρέχει εύκολες και γρήγορες λύσεις: από τη στιγμή που ξέρεις

ότι το κεντρικό πρόβλημα της σύγχρονης Ιστορίας είναι η ελληνική ταυτότητα,

αυτομάτως όλα τα πολύπλοκα ζητήματα από την Τσετσενία έως το Ιράκ και την

Παλαιστίνη εξαρτώνται από το πρωταρχικό αυτό ζήτημα, άρα μπορούν να λυθούν με

μια απλή συζήτηση «μεταξύ μας».

Η μεταμοντέρνα ελληνοπρέπεια είναι υπεράνω των πολιτικών διαφορών που

δίχασαν τον τόπο στο παρελθόν. Έχει καθαρίσει τις λεπτομέρειες και έχει

κρατήσει την ουσία, την ανελευθερία που επιβάλλει στη σκέψη η οχύρωση πίσω από

κάθε είδους ταυτότητες.

Περιλαμβάνει όλη την γκάμα του πολιτικού φάσματος. Μπορεί να είναι

κουμπουροφόρα και δολοφονική, όπως η 17 Νοέμβρη, απλώς ροπαλοφόρα, ή να

καλλιεργεί κατά τα άλλα απολύτως δημοκρατικά αισθήματα και να εκπροσωπείται

στη Βουλή. Τα φρικιά συναντώνται με τους πάλαι ποτέ ακροδεξιούς, ο

Κολοκοτρώνης εξισώνεται με τον Άρη Βελουχιώτη – Έλληνας ο ένας, Έλληνας κι ο

άλλος, παιδιά του ίδιου λαού και οι δύο – και η παπαδίστικη πολιτική ρητορεία

ακούγεται σαν τα ξύλινα τσιτάτα των απολιθωμάτων του μαρξισμού λενινισμού.

Τι τους συνδέει όλους αυτούς; Ενδεχομένως, ο στρεβλός τρόπος με τον οποίο

ακόμη και σήμερα μας διδάσκουν μια Ιστορία που παραμένει άκαμπτη και

ελληνοκεντρική, μια κακογραμμένη παραφθορά του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου.

Σίγουρα, το πιο ανθεκτικό συνδετικό υλικό είναι ο φόβος, ο φόβος απέναντι στον

σύγχρονο κόσμο, η άρνηση της συνύπαρξης, η δυσανεξία απέναντι στο πρόσωπο του

άλλου. Όσο είσαι Έλληνας και μοναδικός, κανένας άλλος δεν μπορεί να σε κρίνει

καλύτερα από τον εαυτό σου.

Και εκεί ακριβώς είναι το πρόβλημα: Πρώτον, στην καπηλεία μιας ολόκληρης

Ιστορίας και ενός τρόπου σκέψης, του ελληνικού, στη μετάλλαξή του σε ένα είδος

προστατευτικού κελιού που μπορεί να προφυλάξει τους ψοφοδεείς φορείς του από

τους κραδασμούς και την τρέλα της σύγχρονης εποχής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο

μεταμορφώνουν τη σκέψη σε θεολογία και μετατρέπουν την ελληνική παράδοση σε

πολιτιστικό φονταμενταλισμό.

Είμαι απ’ αυτούς που εξακολουθούν να πιστεύουν στην ιδιαιτερότητα της

ελληνικής σκέψης και εξεγείρομαι, επειδή ακριβώς πιστεύω ότι η αξία της

έγκειται στο ότι έμαθε τον άνθρωπο να μη φοβάται την τρέλα του κόσμου.

Ο φόβος οδηγεί στον πανικό και ο πανικός στην ανελευθερία, στην

υποδούλωση στα πάσης φύσεως φαντάσματα που ταλαιπωρούν την ύπαρξή μας –

πολιτική, ιδεολογική ή πνευματική.

Κι αυτό το φάντασμα της ανελευθερίας είναι που συνοδεύει, όπως η σκιά το σώμα,

την μεταμοντέρνα εκδοχή της «Ελληνοπρέπειας», το Προζάκ με το οποίο προσπαθούν

να θεραπεύσουν το κενό τους όσοι μέχρι πριν από λίγα χρόνια ζούσαν στη θαλπωρή

της ιδεολογικής τους στέγης. Στους υπόλοιπους δεν απομένει παρά μόνον αυτός ο

κόσμος που δικαιούνται, και οφείλουν να τον ζήσουν.

Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος είναι συγγραφέας.