Η Κρύπτη του αρχαίου Παναθηναϊκού Σταδίου πριν από την αναμαρμάρωση και τις

άλλες εργασίες που τελείωσαν μόλις τρεις ημέρες πριν από την έναρξη των

Αγώνων, στις 24 Μαρτίου 1896 – είχε ολοκληρωθεί μόνον το κάτω διάζωμα. Ο

Σουρής σατιρίζει: «Χαίρε λοιπόν ω Στάδιον / της δόξης μας παλλάδιον / και

θαύμα δυσθεώρητον / του τρέχοντος αιώνος μαρμάρινον και πέτρινον / και ξύλινον συγχρόνως»

Τα συστατικά του «γλυκόπικρου κοκτέιλ» των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 εξετάζει

στο βιβλίο – λεύκωμα ένας ιστορικός, ο αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο

Κρήτης Βασίλης Καρδάσης, ξεκινώντας από την προετοιμασία και την οργάνωση,

επιμένοντας στο ιδεολογικό και κοινωνικό περιεχόμενο των αγώνων και

αποκαλύπτοντας μέσα από πλήθος, σπαρταριστών ενίοτε, ντοκουμέντων, τη σημασία

και την επίδραση των αγώνων σε όλα τα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας και της

πολιτείας.

Το ανακάτεμα του μίξερ ήταν τέτοιο που οι πρίγκιπες βρέθηκαν ν’ αγκαλιάζουν

τους φουστανελάδες. Γλυκό το κοκτέιλ, γιατί η οργάνωση στέφθηκε με επιτυχία,

οι αθλητές μας έφεραν νίκες, η Αθήνα των εκατό χιλιάδων κατοίκων, μια πόλη

χωρίς υπονόμους, χωρίς νερό, χωρίς ονόματα στους δρόμους, γεμάτη σκόνη,

συμμορφώθηκε. Απέκτησε, χάρη κυρίως στη συμβολή των ιδιωτών, ένα στάδιο – το

Καλλιμάρμαρο, ποδηλατοδρόμιο, σκοπευτήριο, γυμναστικούς συλλόγους, μαρμάρινο

γεφύρι στον Ιλισό, φωτισμό στους κεντρικούς δρόμους.

Γλυκό κοκτέιλ, διότι η επιτυχία αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων έτσι ώστε ένα

μήνα μετά τους Αγώνες εκδηλώθηκε η Επανάσταση που έφερε την αυτονομία στην

Κρήτη.

Στους μεσοολυμπιακούς του 1906, ο Δημήτρης Τόφαλος (εδώ ντυμένος με στολή

αρχαίου Έλληνα!) νίκησε ανυψώνοντας 142,4 κιλά

Πικρό γιατί η χώρα ήταν χρεοκοπημένη, έχασε ένα σπουδαίο κυβερνήτη, τον

Χαρίλαο Τρικούπη, που αντιτίθετο στην τέλεση των Αγώνων για οικονομικούς

λόγους, και γιατί ο ενθουσιασμός για τη νίκη του φουστανελά μαραθωνοδρόμου

Σπύρου Λούη, άνοιξε την όρεξη και για άλλες κούρσες νίκης – όπως τον

Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 που κατέληξε όμως σε οικονομική καταστροφή και

ήττα.

Κοκτέιλ, τέλος, γιατί όλοι συμμετείχαν: Έλληνες και ξένοι εστεμμένοι,

Αμερικανοί αθλητές που σάρωσαν τις νίκες, σουφραζέτες που βρήκαν την ευκαιρία

να διεκδικήσουν το δικαίωμα συμμετοχής της γυναίκας στην άσκηση, καιροσκόποι

που επιδίωκαν να νοικιάσουν τις μάντρες και τις αποθήκες τους σαν δωμάτια,

στους ξένους, έξι χιλιάδες λαμπαδηδρόμοι. Ο καθένας συμμετείχε με τον τρόπο

του, φυσικά. Οι εκκλησιαστικοί κύκλοι καυτηρίαζαν τον ειδωλολατρικό χαρακτήρα

των Ολυμπιακών Αγώνων που θα έσπερναν τον υλισμό, ο Σουρής καυτηρίαζε με τους

στίχους του αυτούς που πίστευαν ότι ήρθε η ευκαιρία να πλουτίσουν πουλώντας

μία λίρα το αυγό, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Μιστριώτης που βρήκε την

ευκαιρία ν’ ανεβάσει την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή στο αρχαίο κείμενο.

Το πιο διαφωτιστικό κεφάλαιο του βιβλίου, ωστόσο, είναι αυτό που ξεδιπλώνει το

ιδεολογικό παρασκήνιο. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα του 1896 γεννήθηκαν σε

μια εποχή ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών που ανακάλυπταν τον αθλητισμό και τις

τεράστιες δυνατότητες που είχε να εκφράσει τις πιο διαφορετικές ιδεολογίες.

Για τους Γερμανούς – σε μια εποχή που ανατέλλει το άστρο του εθνικισμού – η

ανάπτυξη της γυμναστικής με ασκήσεις ακριβείας σκόπευε στη δημιουργία του

τέλειου ανθρώπου και κατ’ επέκταση του τέλειου στρατιώτη.

Για τους φιλελεύθερους Γάλλους ήταν κάτι ευρύτερο: ο αθλητισμός ήταν το

ιδεώδες ενός ανθρώπου που με το ίδιο χέρι έγραφε την «Ιφιγένεια» και κράδαινε

το στεφάνι της νίκης. Για τους Βρετανούς της ευκατάστασης αστικής τάξης, οι

οργανωμένες ερασιτεχνικές αθλητικές εκδηλώσεις των Κολεγίων, σε αντιδιαστολή

με τις συνήθειες των αριστοκρατών – κυνήγι – σκοποβολή – ιππασία – σήμαιναν

προπόνηση για τη συμμετοχή στην εξουσία.

INFO

«Οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα 1896-1906». Κείμενα: Βασίλη Καρδάση, στην

ελληνική και αγγλική. Σελ. 300, Εκδόσεις Έφεσος (τηλ. 210-9824.200), Τιμή:

91,5 ευρώ.