«Ελέγχοντας τους καταλόγους των υποψηφίων βουλευτών των κομμάτων που μας

έχουν υποβληθεί προς έγκριση, δεν θα λάβουμε υπόψη μας μόνο το τροποποιημένο

άρθρο 312 του ποινικού κώδικα, το Σύνταγμα και τις αποφάσεις του Αρείου Πάγου,

θα σκεφθούμε επίσης τον πόλεμο του Τσανάκαλε, θα έχουμε προ οφθαλμών τον

απελευθερωτικό μας πόλεμο και τους λόγους για τους οποίους αγωνιστήκαμε τότε».

Η ψηφοφορία. Ο Ντεβλέτ Μπαχτσελί, ο Μπουλέντ Ετζεβίτ και ο Σουκρού Σινά

Γκιουρέλ (από αριστερά προς τα δεξιά) ψήφισαν για το κλείσιμο της Βουλής έως

τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου

Αυτά είχε δηλώσει στους δημοσιογράφους ο πρόεδρος του Ανώτατου Εκλογικού

Συμβουλίου, Τουφάν Αλγκάν, την προηγουμένη της ανακοίνωσης της απόφασης του

Συμβουλίου, που απαγόρευε τη συμμετοχή στις εκλογές των Ταγίπ Ερντογάν

(προέδρου του Λευκού Κόμματος), Νετζμετίν Ερμπακάν (παραδοσιακού ηγέτη του

τουρκικού ισλαμικού κινήματος), Μουράτ Μποζλάκ (προέδρου του φιλοκουρδικού

Χαντέπ), Ακίν Μπιντάλ (προέδρου του Κόμματος Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας) και

άλλων περίπου πενήντα υποψηφίων.

Τελική ευθεία. Μετά την οριστικοsποίηση των καταλόγων στις 19/9 και την

καταψήφιση στην Εθνοσυνέλευση, την περασμένη Τρίτη (1/10), της πρότασης για

αναβολή των εκλογών, η Τουρκία έχει μπει εδώ και λίγες ημέρες στην τελική

ευθεία προς τις πρόωρες εκλογές της 3ης Νοεμβρίου. Έχει αρχίσει πλέον επίσημα

η προεκλογική περίοδος.

Όσο και αν στην Τουρκία η Δημοκρατία λογίζεται, ως φαίνεται, σαν ένας

μηχανισμός εκλογών, οι προεκλογικές περίοδοι σημαίνουν και εδώ, όπως παντού,

διατυμπάνιση των όποιων υποσχέσεων, αλλά και δημόσια συζήτηση των απόψεων των

πολιτικών κομμάτων επί της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής.

Όχι, όμως, σ’ αυτή την προεκλογική περίοδο, όπου κανένα κόμμα δεν έχει να πει

κάτι «πρωτότυπο» στα θέματα εσωτερικής πολιτικής και οικονομίας. Υπάρχει ένα

πρόγραμμα με καθορισμένο – μέχρι λεπτομέρειας – πλαίσιο και ακριβή

ημερολογιακή εξέλιξη από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το ζήτημα στις

«ζωτικές» αυτές εκλογές είναι πάνω-κάτω ποιος θα διαχειριστεί – βραχυπρόθεσμα

και μεσοπρόθεσμα – το δεδομένο πρόγραμμα.

Χωρίς απάντηση. Θα μπορούσε, τότε, ίσως να διεξαχθεί προεκλογικός

αγώνας στο μέτωπο των «καυτών» θεμάτων της εξωτερικής πολιτικής: της ένταξης

στην Ευρωπαϊκή Ένωση, της – επικείμενης, όπως όλα δείχνουν – επίθεσης εναντίον

του Ιράκ, της εξέλιξης του Κυπριακού. Φευ, όμως, οι πολιτικοί αρχηγοί

αντιπαρέρχονται, όταν τους ρωτούν, και τα θέματα αυτά με κενές περιεχομένου

απαντήσεις.

Δύο πρόσφατα παραδείγματα από τους αρχηγούς των δύο κομμάτων, που σύμφωνα με

τις σφυγμομετρήσεις ανταγωνίζονται για την πρώτη και δεύτερη θέση στην

πολιτική σκηνή: ο Ταγίπ Ερντογάν, που τον βαραίνουν συμπλέγματα για το

ισλαμικό παρελθόν του, αλλά η απαγόρευση να πολιτευτεί δεν τον εμποδίζει να

ηγείται του Λευκού Κόμματος, δήλωσε σιβυλλικά σε συνέντευξή του στο τηλεοπτικό

Κανάλ Ντε, ότι «στα εξωτερικά ζητήματα θα ακολουθήσουμε πολιτική που θα

λαμβάνει υπόψη της τα συμφέροντα της Τουρκίας».

«Αν γίνει στρατιωτική επέμβαση στο Ιράκ θα συνεκτιμήσουμε τα εθνικά συμφέροντα

της Τουρκίας, τη σταθερότητα στην περιοχή και τις σχέσεις μας με τους εταίρους

μας», είπε σε προχθεσινή συνέντευξή του στην εφημερίδα «Χουριέτ», ο πρόεδρος

Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος Ντενίζ Μπαϊκάλ. Για το Κυπριακό, δήλωσε

«αισιόδοξος από την πορεία των διαπραγματεύσεων Κληρίδη – Ντενκτάς»,

τονίζοντας ότι δεν θα είναι «εποικοδομητική η προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης

να δεχθεί την ελληνοκυπριακή κοινότητα ως μέλος πριν να έχει επιτευχθεί λύση».

Και οι δύο αρχηγοί συμφωνούν ότι «θα είναι άδικο να μη δοθεί από την Ε.Ε. στην

Τουρκία ημερομηνία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων».

Ποιος Τούρκος πολιτικός, για παράδειγμα, εξηγεί στην τουρκική – αλλά γιατί όχι

και στη διεθνή – κοινή γνώμη την αντίφαση της επίσημης θέσης του τουρκικού

κράτους σε δύο θέματα: του Ιράκ και της Κύπρου. Ότι, δηλαδή, η Τουρκία είναι

«υπέρ της διατήρησης της εδαφικής ακεραιότητας του Ιράκ» και, στο πλαίσιο

αυτό, ακολουθεί πολιτική πτόησης των περίπου πέντε εκατομμυρίων Κούρδων του

Βορείου Ιράκ, θεωρώντας ως casus belli τη δημιουργία εκ μέρους τους ομόσπονδου

κράτους στην επικράτεια του Ιράκ, ενώ από την άλλη ζητεί για τους περίπου

διακόσιες χιλιάδες Τουρκοκύπριους ένα κυρίαρχο, πλήρως ανεξάρτητο κράτος,

οδηγώντας τις συζητήσεις σε αδιέξοδο;

Κάπου, όμως, συζητούνται και αποφασίζονται όλα αυτά. Και δεν μένει παρά να

σκεφθούμε ότι οι Τούρκοι πολιτικοί αφήνουν τα «δύσκολα θέματα» σε καθιδρύματα

που «συνεκτιμούν νόμους και ιστορία», αλλά και στις συμβουλές που είναι

συνταγματικά επιφορτισμένο να τους δίνει το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας.