Σε υποψίες έβαλε η μετακόμιση αντικειμένων από τη γιάφκα της οδού Δαμάρεως

73, στο Παγκράτι, μόλις δύο ημέρες μετά την έκρηξη στον Πειραιά, την ένοικο

του διπλανού διαμερίσματος, αλλά εκείνη από φόβο δεν βγήκε ούτε στο μπαλκόνι

να δει τι ακριβώς συμβαίνει.

Οι γιάφκες. Πολλά στοιχεία για ύποπτες κινήσεις κατέθεσαν – εκ των υστέρων

βέβαια… – κάτοικοι γειτονικών διαμερισμάτων, τόσο στη Δαμάρεως όσο και στην

Πάτμου

Η νοσοκόμα κ. Βηθλεέμ Καλφόγλου περιγράφει στην κατάθεσή της ότι εκείνο το

βράδυ ώσπου να κοιμηθεί άκουσε δέκα με δεκαπέντε φορές ένα άτομο να ανεβαίνει

στον πρώτο όροφο, να ξεκλειδώνει βιαστικά την πόρτα του διαμερίσματος που

χρησιμοποιούσαν τα μέλη της 17 Νοέμβρη και μέσα σε λίγα λεπτά να κατεβαίνει με

γρήγορα βήματα. Η ίδια μάρτυρας, εξεταζόμενη στις 15 Ιουλίου 2002 στην

Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία, καταθέτει για όσα είχε αντιληφθεί να συμβαίνουν στο

διπλανό διαμέρισμα:

«Μία εβδομάδα μετά την ενοικίαση του διαμερίσματος ενώ καθόμουν με την κόρη

μου στο μπαλκόνι, που βλέπει προς την οδό Δαμάρεως, άκουσα την πόρτα του

διπλανού διαμερίσματος να κλειδώνει και σε λίγα δευτερόλεπτα έβγαιναν από την

εξώπορτα ο Ξηρός μαζί με ένα άλλο άτομο, ηλικίας 40-45 ετών, ύψους 1,80,

αδύνατος, με στεγνό πρόσωπο, ξανθά μαλλιά κανονικά, ο οποίος πρέπει να φορούσε

γιλέκο. Ενώ βγήκαν μαζί, δεν περπάτησαν δίπλα δίπλα, έχασα από τα μάτια μου

τον Ξηρό, ενώ τον ξανθό που πήγε στη γωνία Δαμάρεως και Φρύνης περιμένοντας

στο φανάρι να περάσει, τον είδα μέχρι εκείνη τη στιγμή. Δεν έβλεπα άτομα,

απλώς άκουγα, αραιά και πού, ξεκλείδωμα της πόρτας, βραδινές κυρίως ώρες ή

έβλεπα φως από τη χαραμάδα της πόρτας της εισόδου του διαμερίσματος. Από τις

20 μέχρι τις 25 Ιουνίου 2002 και ώρες μεταξύ 23.00 και 01.00, άκουγα έναν

παράξενο θόρυβο μέσα από το διαμέρισμα. Ήταν σαν ένα ρολόι μεγάλο να αρχίζει

να κτυπάει για μερικά λεπτά, να σταματάει και μετά από κάμποση ώρα να

ξαναρχίζει να κτυπάει και να ξανασταματάει. Αυτό το άκουσα δύο-τρία βράδια

τουλάχιστον.

15 φορές!

Εκείνο όμως που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι τη Δευτέρα 1.7.2002 και ώρα μετά

τις 22.30-23.00, περίπου, ενώ έβλεπα τηλεόραση, άκουσα να κλειδώνει η πόρτα

του διπλανού διαμερίσματος και να κατεβαίνει ένα άτομο με γρήγορα βήματα. Αυτό

επαναλήφθηκε αρκετές φορές. Δέκα με δεκαπέντε φορές. Δηλαδή κλείδωμα, γρήγορα

βήματα, μετά από τέσσερα λεπτά ξεκλείδωμα και ξανά από την αρχή. Δεν άκουγα

όμως βήματα. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα: “Ώρα που βρήκε ο άνθρωπος να κάνει

μετακόμιση”. Απόρησα όμως γιατί κλειδώνουν και ξεκλειδώνουν την πόρτα και

μάλιστα με το κλειδί ασφαλείας. Για να είμαι ειλικρινής εγώ φοβήθηκα και δεν

βγήκα ούτε στο μπαλκόνι. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι τις δύο που με πήρε ο ύπνος.

Ερώτηση: Μπορεί ευκρινώς να μας γνωρίσεις εάν ο άνθρωπος αυτός που

περιγράφεις έβγαζε ή έβαζε πράγματα;

Απάντηση: Η αίσθησή μου εκείνη τη στιγμή ήταν ότι έβγαζαν προς τα έξω

πράγματα.

Ερώτηση: Τον ξανθό άνδρα που περιγράφεις εάν τον ξαναδείς θα τον

αναγνωρίσεις;

Απάντηση: Πιστεύω ότι θα τον αναγνωρίσω».

Σε γάμο…

Έναν άνδρα ψηλό, ηλικίας 58 έως 60 ετών και έναν αστυνομικό, που δεν είχε μαζί

του το πηλήκιό του, θυμάται ότι είδε το βράδυ της 29ης Ιουνίου 2002 ο κ.

Ευάγγελος Νικολακάκης στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος, στον Πειραιά, κατά

τη διάρκεια γαμήλιας τελετής. Τα πρόσωπα αυτά όμως έφυγαν μετά την έκρηξη και

πριν από το τέλος του μυστηρίου.

Ο ίδιος μάρτυρας, ο οποίος εξετάστηκε στο πλαίσιο της προανάκρισης στις 13

Ιουλίου 2002, έχει καταθέσει τα εξής: «Την ώρα που η νύφη συναντήθηκε με τον

γαμπρό στην εκκλησία, άκουσα μία έκρηξη. Έστριψα αμέσως το κεφάλι μου προς το

σημείο της έκρηξης και είδα να βγαίνει καπνός. Ανησύχησα γιατί εκεί κοντά είχα

σταθμεύσει το αυτοκίνητό μου. Φτάνοντας στο σημείο είδα έναν άνδρα πεσμένο

κοντά στο πεζοδρόμιο κτυπημένο, με αίματα, με κρεμασμένα τα δάκτυλα του δεξιού

του χεριού, κτυπημένο στο κεφάλι και με σκισμένα τα ρούχα του από τη μέση και

πάνω. Τον άκουσα δύο φορές να λέει: “Πονάω, πονάω”. Αμέσως ήρθαν δύο λιμενικοί

και μας έδιωξαν από το σημείο. Επέστρεψα στην εκκλησία και έκατσα κοντά στην

πόρτα. Σε κάποια στιγμή είδα δίπλα μου ένα άτομο με στολή αστυνομικού, αλλά

μου έκανε εντύπωση ότι δεν είχε καπέλο μαζί του. Τον ρώτησα “βόμβα έβαλαν;”,

αλλά δεν μου απάντησε αμέσως. Τον ρώτησε και κάποιος άλλος και είπε “ναι,

μάλλον βόμβα”. Σε ένα λεπτό παρατήρησα ένα ψηλό άτομο με κουστούμι, κανονικά

μαλλιά και μέτριο μούσι να έρχεται από μέσα προς την πόρτα της εκκλησίας, όπου

βρισκόμουν εγώ και ο αστυνομικός που προανέφερα. Μου φάνηκε ότι έκαναν μεταξύ

τους νόημα με τα μάτια και βγήκαν και οι δύο έξω. Βγήκα από πίσω τους κι εγώ

να δω πού πάνε και είδα ότι δεν πήγαν προς το σημείο της έκρηξης, αλλά έφυγαν

προς την αντίθετη πλευρά με κανονικό βηματισμό. Μου έκανε εντύπωση και τους

παρατήρησα επειδή είδα αστυνομικό με στολή μέσα στην εκκλησία. Όταν τελείωσε ο

γάμος και περίμενα να χαιρετήσω τους νιόπαντρους, έριξα μια ματιά να δω αν

ήταν στην εκκλησία για να χαιρετήσουν ο αστυνομικός με τον άγνωστο ψηλό άνδρα,

αλλά δεν τους είδα».

Έκλεινε την πόρτα

«Ο κύριος μυστήριο» αποκαλούσε τον Σάββα Ξηρό η διαχειρίστρια της

πολυκατοικίας της οδού Πάτμου 84, κ. Ελένη Πρίνου, η οποία εξεταζόμενη στις 15

Ιουλίου 2002 περιγράφει τον βομβιστή-αγιογράφο, τον οποίο γνώριζε με το όνομα

Γρηγόρης Πρίφτης, ως ένα άτομο «λιγομίλητο, πολύ ευγενικό και κλειστό».

Συγκεκριμένα καταθέτει: «Από το 1992, ίσως και νωρίτερα, το διαμέρισμα της

οδού Πάτμου είχε ενοικιάσει ο Σάββας Ξηρός, τον οποίο εγώ όλα αυτά τα χρόνια

γνώριζα με το όνομα Γρηγόρης Πρίφτης. Το πραγματικό του όνομα το πληροφορήθηκα

από την τηλεόραση μετά τα γεγονότα. Εκτός από τις συναντήσεις μας για τα

κοινόχρηστα, ουδέποτε τον είχα συναντήσει να μπαίνει ή να βγαίνει στην

πολυκατοικία. Θυμάμαι όμως ότι πολλά χρόνια πριν είχα δει να βγαίνουν από το

διαμέρισμά του τρεις άνδρες, ηλικίας 30 ετών. Όλοι πιο κοντοί από τον Ξηρό,

κανονικής σωματικής διάπλασης, με καθημερινό ντύσιμο, χωρίς να θυμάμαι άλλα

ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, διότι τους είδα φευγαλέα. Είχα προσέξει πως

όταν ερχόταν για τα κοινόχρηστα και ενώ οι πόρτες των διαμερισμάτων μας ήταν

δίπλα δίπλα, αυτός έκλεινε πάντα την πόρτα του δικού του, φοβούμενος να μη

ρίξω καμιά ματιά μέσα σε αυτό. Αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με την όλη

συμπεριφορά του, δηλαδή του πολύ ευγενικού, λιγομίλητου, κλειστού,

μυστηριώδους τύπου με είχε κάνει τότε να του βγάλω το παρατσούκλι “κύριος

μυστήριος”. Επίσης, θυμάμαι ότι ουδέποτε άνοιξαν τα παράθυρα του

διαμερίσματος».